Ταῦτα τοῦ ἄρχοντος εἰπόντος πρὸς τὴν Ἁγίαν Νυμφοδώραν, ἀκόμη καὶ φρονιμωτέραν καὶ γνωστικωτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας ὀνομάσαντος αὐτήν, ἐκείνη διὰ μὲν τοὺς ἄλλους ἀνοήτους λόγους καὶ τὰς φλυαρίας του οὐδόλως ἐφρόντισε· λαβοῦσα δὲ ὡς στόχον μόνον τὴν λέξιν «φρόνιμον» ἀπεκρίθη λέγουσα· «Δὲν αἰσχύνεσαι, ταλαίπωρε, καὶ δὲν ἐρυθριᾷς ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν νὰ μὲ ὀνομάζῃς φρόνιμον, καὶ ὕστερον νὰ μὲ συμβουλεύῃς νὰ ἐγκαταλείψω τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ νὰ προσέλθω εἰς τοὺς ἰδικούς σου δαίμονας; Καὶ δὲν εἶναι τοῦτο ἡ μεγαλυτέρα ἀνοησία καὶ διαφθορὰ φρενῶν (φρενοληψία), νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸν κοινὸν Δεσπότην καὶ Δημιουργὸν τῶν ὅλων Θεόν, καὶ νὰ ἀκολουθήσω προσκυνοῦσα εἴδωλα ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων στερούμενα αἰσθήσεως καὶ φρενῶν, θεωροῦσα αὐτὰ ἴσα μὲ τὸν ἀληθινὸν Θεόν; Καὶ τί νὰ ἐλπίσω ἀπὸ αὐτά; Καὶ τί κέρδος θὰ ἔχω; Εἰπὲ εἰς ἐμὲ καὶ δέχομαι. Εἰπὲ καὶ δεῖξον εἰς ἐμὲ τί καλὸν ἀπήλαυσας σὺ ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὰ (τὰ εἴδωλα) πίστιν σου, καὶ τότε πείθομαι εἰς τοὺς λόγους σου. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις νὰ εἴπῃς ἢ νὰ παρουσιάσῃς τοιοῦτόν τι· διότι κατὰ ἀλήθειαν «τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες καὶ τιμῶντες αὐτά», ὡς εἶπεν ὁ ἰδικός μας Προφήτης Δαβίδ. Ἑπομένως, ὦ δικαστά, μὴ ἐλπίζῃς νὰ ἀπολαύσῃς παρ’ ἐμοῦ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖς. Ἰδοὺ λοιπὸν εἰς τὴν διάθεσίν σου εἶναι αἱ σάρκες μου ἕτοιμοι νὰ πάθωσι διὰ τὸν Χριστὸν μὲ περισσοτέραν προθυμίαν, παρὰ ὅσην ἔχεις σὺ διὰ νὰ κολάζῃς ἡμᾶς».
Μὴ ἔχων λοιπὸν ὁ μιαρὸς ἄρχων τί νὰ πράξῃ πλέον, μηδὲ ἄλλην ἐλπίδα, ἐπειδὴ πανταχόθεν ἀπεκρούσθη ὑπὸ τῆς Μάρτυρος, προστάσσει ἵνα καὶ ταύτην κρεμάσωσιν ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ νὰ ξέωσι μὲ σιδηροῦς ὄνυχας· πλὴν ὅμως αὕτη ἡ μακαρία, καίτοι δεινῶς τιμωρουμένη, οὐδεμίαν φωνήν, οὐδένα στεναγμὸν ἄφησε· φανερὰ δὲ ἦτο συνομιλοῦσα μὲ τὸν Θεὸν διὰ τῆς προσευχῆς· καὶ τοῦτο ἐφανέρωνον τὰ χείλη αὐτῆς κινούμενα καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῆς ὄντες πρὸς τὸν οὐρανὸν ὑψωμένοι. Ὁ δὲ ἀνόητος ἐκεῖνος δικαστὴς πάλιν ἔλεγε λόγους πρὸς αὐτὴν διὰ τοῦ κήρυκος, ἵνα θυσιάσῃ εἰς τοὺς θεοὺς διὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ βάσανα· ἀλλ’ ἡ Μάρτυς ἀπεκρίνατο· «Ἐθυσίασα ἐγὼ τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὸν Κύριον, διὰ τὸν ὁποῖον καὶ τὸ νὰ πάθω μοῦ εἶναι ἡδονὴ καὶ γλυκύτης, καὶ τὸ νὰ ἀποθάνω δι’ αὐτὸν κέρδος μέγιστον».