Ἕνα μόνον ἦτο δι’ αὐτὸν φοβερόν, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς καθημερινῆς του προσευχῆς ἀπηύχετο· μήπως μεσολαβήσῃ τίποτε καὶ τὸν ἐμποδίσῃ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου, ὑπολειπόμενος οὕτω ἐπὶ τοσοῦτον τοῦ μακαρίου Παύλου. Ἐνίστατο λοιπὸν ἐπιμόνως καὶ στερρῶς καὶ παρέμενεν ἀνένδοτος εἰς οἱανδήποτε πρότασιν τῶν διωκτῶν. Οἱ διῶκται τότε πλέον ἄφησαν τοὺς λόγους, ἀφοῦ ἅπαξ καὶ δὶς ἔλαβον πεῖραν, ὅτι εἶναι ἀνίσχυροι, διὰ νὰ πείσουν τὸν Διονύσιον, ὅθεν τελειώνουν δι’ αἵματος. Πῶς δὲ τὸ ἐπέτυχον αὐτό; Ἀποκόψαντες διὰ ξίφους, ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα, τὴν ἱερὰν ἐκείνην καὶ σεβαστὴν εἰς τοὺς Ἀγγέλους κεφαλήν.
Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ τῶν τεραστίων Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς δοξάζοντας Αὐτόν, παραζηλῶν τὰς παραζηλοῦντας, ποιῶν δὲ καὶ μετασκευάζων τὰ πάντα διὰ μόνης τῆς βουλῆς του, κάμνει τὸ θαῦμα Του. Οὕτω γίνεται θαῦμα, ποὺ δὲν εἶχεν εἰσέτι ἀκουσθῆ, καὶ πιστευτὸν μόνον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, ποὺ γνωρίζουν καλῶς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ὁποῖοι ἔλαβον καὶ προηγουμένως πεῖραν τῆς θείας ἰσχύος, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐξεπλήσσοντο ἀπὸ αὐτὸ τὸ καινοφανὲς θαῦμα. Διότι ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ παρατρέξω τὰ παλαιά, καὶ μὲ μόνον τὸν λόγον ἀνασταίνων τοὺς νεκρούς, καὶ σφίγγων τοὺς παραλύτους, καὶ θεραπεύων τοὺς ἐκ γενετῆς τυφλούς, καὶ θαυματουργήσας ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, διὰ τῆς ἐν τῷ πάθει ἀσθενείας, ὁ σείων τὴν γῆν, ὁ σχίζων τὰς πέτρας, καὶ μεταβάλλων εἰς σκότος τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνω ἐγὼ νέα κτίσις καὶ υἱὸς φωτὸς καὶ ἡμέρας, ἀφοῦ, μὲ τὴν δύναμίν του, ἀποτινάξω τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, τί τὸ περίεργον, ἐὰν καὶ εἰς τὴν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου τελείωσιν τοῦ Διονυσίου, τόσον ἐξαισίως θαυματουργεῖ, ὡς ἀκριβῶς νὰ ἦτο ζῶν, ὁ ὑπὲρ οὗ ἐθαυματούργει Ἅγιος, διὰ νὰ πιστευθῇ ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ κῦρος τῶν ὅσων ἐδίδασκεν ἐκεῖνος ποὺ ἐμαρτύρησε διὰ τὴν δόξαν Του;
Θαυματουργεῖ λοιπὸν καὶ ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, ποὺ ἀπὸ ὅλους διακηρύττεται, καὶ εἶναι τὸ ἑξῆς· μετὰ τὴν ἀποκεφάλισίν του ὁ Μέγας Διονύσιος, μὴ ἀνεχόμενος νὰ κυλισθῇ εἰς τὴν σκόνιν ἡ ἱερά του κεφαλὴ (καὶ δὲν ἔπρεπε, διότι ἦτο ἀξία τῶν ἐπουρανίων), ἀφοῦ ἔβαλε τὰς χεῖράς του, ὡς νὰ ἀνέπνεεν ἀκόμη καὶ νὰ εἶχεν ὃλας τὰς αἰσθήσεις του ἐνεργούς, ἐδέχθη ἄνωθεν τὴν ἁγίαν του κεφαλὴν καὶ τὴν μετέφερε. Καὶ τὸ ἀκόμη θαυμασιώτερον τούτου· ὅτι ἀφοῦ ἐκράτει τὴν ἀποτμηθεῖσαν κεφαλὴν εἰς τὰς παλάμας του, ἐβάδιζε μὲ τοὺς πόδας καὶ διήνυσεν ἀπόστασιν ὄχι ὀλιγωτέραν τῶν δύο σταδίων·