Αὐτὰ ὅμως τοῦ ἐφαίνοντο ἀδύνατα καὶ ὡς σκέψεις ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ τελείως παράλογα πρὸς τὸν σκοπόν, ποὺ ἐπεδίωκε· δι’ αὐτὸ ἀνακατεύει τὸ δόρυ μὲ τὸ κηρύκειον [18] καὶ στέλλει τὰ ἴδια πρόσωπα καὶ διὰ νὰ πείσουν πρὸς ἀποστασίαν τους Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἀποκτείνουν αὐτούς, ἐφ’ ὅσον ἐπιμείνουν· διὰ νὰ πείσουν μέν, ἐὰν ἦτο δυνατόν, ἐκεῖνον νὰ ἐνδώσῃ διὰ τῆς πειθοῦς, διὰ νὰ φονεύσουν δέ, ἐὰν δὲν μεταστραφοῦν οἱ Χριστιανοὶ πειθόμενοι.
Αὐτὰ ἐγένοντο καὶ παρευρέθησαν οἱ ὑπηρέται, κατὰ τὴν διαταγήν, πλησίον τοῦ Διονυσίου καὶ ἤρχισαν αἱ διάφοροι καὶ πολλαὶ προτάσεις τῶν διωκτῶν πρὸς ἐκεῖνον, αἱ διάφοροι προσβολαί. Οἱ διῶκται εἰρωνεύοντο, ἐκολάκευον, ὕβριζον καὶ πάλιν ἠπείλουν· ἐν συνεχείᾳ ἐχρησιμοποίουν ἄμετρον, ταπεινὴν κολακείαν, ἀνάμεικτον μὲ λαμπρὰς ὑποσχέσεις καὶ ἀνέμενον, συσκευάζοντες ποικιλοτρόπως ἐκ τῶν ἀντιθέτων τὴν πεῖραν, διὰ νὰ καταλήξουν μὲ ἕνα, ἐκ τῶν δύο, τρόπον εἰς τὸ ἐπιδιωκόμενον ἀποτέλεσμα· ἢ νὰ φοβηθῇ τὰς ἀπειλὰς ἢ νὰ αἰχμαλωτισθῇ ἀπὸ τὰς ὑποσχέσεις καὶ νὰ ἀρνηθῇ οὕτω τὸν Χριστόν. Πραγματικῶς μάταιαι αἱ σκέψεις των, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι καταγέλαστοι διὰ τὴν ἐπιπολαιότητά των, καὶ περισσότερον ἀπὸ αὐτοὺς μάταιος καὶ καταγέλαστος ἐκεῖνος, ποὺ εἰσηγήθη τὰ μέτρα αὐτὰ καὶ διέταξε ταῦτα.
Διότι πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ καυχηθοῦν οἱ τόσον μικροὶ αὐτοί, κατὰ τοῦ Διονυσίου, ὅστις ὑπῆρξε τόσον μέγας κατὰ τὴν ἀρετήν; Πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ παρασύρουν μὲ καλοπιάσματα, ἢ ἀπειλάς, ὡς νὰ ἦτο δοῦλος τῆς ἡδονῆς, τὸν μέγαν ἀγωνιστὴν τῆς ἀληθείας; Ἦτο εὐκολώτερον πρᾶγμα νὰ κυριευθῇ μὲ ἀνθρωπίνους χεῖρας ὁ οὐρανός, παρὰ νὰ καταβληθῇ ἀπὸ ἀνθρώπινον πρόσταγμα αὐτός, ὁ Μέγας Διονύσιος! Ὡς τόσον οἱ διῶκται αὐτὰ ἐσκέπτοντο, καὶ αὐτὰ προσέφερον εἰς αὐτόν. Ἐκεῖνος δέ, ὁ Ἅγιος Διονύσιος, καταφρονοῦσε τὰς ἀπειλάς, ἐμυκτήριζε τὰς κολακείας, περιεγέλα τὰς ὑποσχέσεις. Τὸ ἐπαπειλούμενον πῦρ, καὶ τὸ ξίφος, καὶ τὸ πλῆθος τῶν βασανιστηρίων ὀργάνων ἴσως φοβίζουν καὶ καταπλήσσουν μόνον τοὺς ἀγενεστέρους, διὰ τοὺς ὁποίους μαζὶ μὲ τὴν πρόσκαιρον ζωὴν χάνεται καὶ κάθε ἐλπίς τρομάζουν αὐτούς, ποὺ πολιτεύονται κατὰ σάρκα καὶ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὰς ἡδονάς.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὅμως ἐθεώρει τὴν ἐξορίαν διὰ τὸν Χριστὸν ὡς ἀξιόλογον γύμνασιν, τὴν πεῖναν ὡς ἐκλεκτὴν τροφήν, τὰ βασανιστήρια ἐπιθυμητὰ καὶ τὸν θάνατον γλυκύτερον ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα, ἐφ᾽ ὅσον ἀποστέλλει σύντομα τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν καλὸν Δεσπότην, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐβιάζετο νὰ μεταβῇ.