Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ θεία παρέλαβε τὴν εἰκόνα, ἐπῆγεν, ἐπῆρε καὶ τὸ φάρμακον, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς το σπίτι. Πρὶν ἀκόμη φθάσῃ εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ μικροῦ, καὶ ἐνῷ ἀνήρχετο τὸ 2ον ἢ 3ον σκαλοπάτι τῆς κλίμακος, ἐν ᾧ δὲν εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ κανένα, τὸ παιδὶ ἀνεφώνησεν· «Ἡ θεία μου μοῦ φέρνει τὸν Ἅγιον Νεκτάριον». Εἰς ἐρώτησιν τῆς θείας, ἥτις πλέον εἰσήρχετο εἰς τὸ δωμάτιον, πῶς τὸ ξέρει, ἀπήντησε· «Μοῦ τὸ εἶπεν ὁ Ἅγιος!». Τότε ἡ θεία ἐπλησίασε τὸ παιδί, τὸ ἐσταύρωσε, ἤκουσεν ἀπὸ τὸ στόμα του νὰ τῆς διηγῆται τὰ ἀνωτέρω, καὶ τέλος ἔκρυψε τὴν μικρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου εἰς τὸ στῆθος τοῦ μικροῦ. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖον ἐξακολουθεῖ νὰ εὑρίσκεται εἰς τελείαν παράλυσιν, μετὰ τὸ σταύρωμα, κινεῖ ἀργὰ τὰς χεῖράς σου, τὰς φέρνει εἰς τὸ στῆθός του, καὶ ἀγκαλιάζει τὴν εἰκονίτσα. Κλίνει εὐθὺς τὸ κεφαλάκι του δεξιά, καὶ ἐφάνη ὡς νὰ ἔπεσεν εἰς λήθαργον. Οἱ οἰκεῖοί του δὲν τὸ ἠνώχλησαν, ἔκριναν ὅμως σκόπιμον νὰ θυμιάσουν καὶ νὰ ἀναγνώσουν τὴν Παράκλησιν τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ἓν βιβλιάριον, τὸ ὁποῖον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εὑρίσκετο εἰς ὀλίγας οἰκίας τῶν Χανίων, καὶ εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ κ. Μαυράκη.
Μετὰ τὴν Παράκλησιν, ἥτις ἐγένετο εἰς τὸ ἴδιον δωμάτιον, μὲ πολλὴν πίστιν καὶ εὐλάβειαν, ἄφησαν τὸ παιδὶ νὰ κοιμᾶται περὶ τὰς δύο ὥρας. Μετ’ αὐτὰς συνῆλθε τὸ παιδὶ καὶ ἐφώναξεν: «Εἶμαι καλά». Πρὸς διαπίστωσιν τῶν λεγομένων ὑπὸ τοῦ ἀσθενοῦς, ὅλοι ἐπλησίασαν τὸ κρεββάτι, ἐξεσκέπασαν τὸ παιδί, καὶ τοῦ ὑπέδειξαν νὰ κάμῃ ὡρισμένας κινήσεις. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν κατέφθασε καὶ ὁ ἰατρὸς ἀπρόσκλητος, διότι εἶχε δηλώσει, ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ παρακολουθήσῃ μέχρι θανάτου τὴν ἐξέλιξιν τῆς ἀσθενείας τοῦ παιδιοῦ, γεγονὸς τὸ ὁποῖον τὸν ἐνδιέφερεν ἐπιστημονικῶς. Ὁ ἰατρὸς ἐπλησίασε τὴν οἰκίαν μὲ τὴν σκέψιν, ὅτι ἴσως θὰ εὕρισκε τὸ παιδὶ νεκρόν.
Εἰς τὴν ἡσυχίαν ὅμως τῶν ἐντὸς τῆς οἰκίας, καὶ εἰσερχόμενος ὁ ἰατρός, ἐνῷ ἐπλησίασεν εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ἀσθενοῦς, ἠρώτησε: «Τί κάνει ὁ Ἡρακλῆς;» καὶ ὁ ἴδιος ποὺ τὸν ἤκουσεν ἀπήντησεν: «Εἶμαι καλά». Εὐθὺς ὁ ἰατρὸς προέβη εἰς ἐπιστημονικὴν ἐξαντλητικὴν ἐξέτασιν τοῦ παιδίου, καὶ ἐξεφράσθη ὡς ἑξῆς εἰς ἐπήκοον πάντων τῶν παρευρισκομένων: «Μὴ σᾶς ἐνθαρρύνῃ ἡ καλλιτέρευσις αὕτη εἶναι ἡ καλλιτέρευσις τοῦ θανάτου». Ἀκολούθως ἀνεχώρησε δηλώσας ὅτι ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν θὰ ἐπέλθῃ τὸ μοιραῖον, τονίσας καὶ πάλιν, ὅτι θὰ παρακολουθήσῃ τὴν ἐξέλιξιν, ἄνευ ἀπαιτήσεων.