Τὴν πρωΐαν, ἐν ᾧ ἡ μήτηρ του Μαρῖνα Μαυράκη θὰ τὸν ἐσήκωνε διὰ τὸ Σχολεῖον, τὸ παιδάκι εὑρέθη παραλυμένον. Εὐθὺς ἐκλήθη ὁ ἰατρὸς κ. Κωνσταντῖνος Χιωτάκης, ὅστις διεπίστωσε φυματιώδη μηνιγγίτιδα βαρείες μορφῆς, βεβαιώσας ὅτι οὐδεμία ἐλπὶς ὑπῆρχε, καὶ ὅτι τὸ παιδὶ ἔχει ὀλίγων μόνον ὡρῶν ζωήν. Εἰς τὴν διαμαρτυρίαν καὶ τὸν πόνον τῶν οἰκείων του διὰ τὴν ἀπότομον καὶ θανάσιμον ταύτην ἐκδήλωσιν τῆς ἀσθενείας, ὁ ἰατρὸς πρὸς βεβαίωσιν τῆς γνωματεύσεώς του ἐπέβαλε παρακέντησιν εἰς τὸν νωτιαῖον μυελόν, παρὰ τὴν θέλησιν τῶν γονέων του, ὡς θεωρῶν τοῦτο ἤδη νεκρόν. Πράγματι ἡ ἐξέτασις ἐπεβεβαίωσε τὴν γνωμάτευσιν τοῦ ἰατροῦ, ὅστις καὶ πάλιν ἀξιωματικώτερον ἐτόνισεν ὅτι τὸ παιδὶ πλέον πρέπει νὰ θεωρῆται νεκρόν.
Τότε ἡ Στέλλα Μαυράκη ἐκάλεσε τὸν ἰατρὸν ἰδιαιτέρως, παραπονεθεῖσα διὰ τὸ ἀπότομον τῆς γνωματεύσεως πρὸς τοὺς γονεῖς, καὶ δὴ τὴν μητέρα. Ὁ ἰατρὸς ἐδικαιολογήθη, ὅτι εἰς παρομοίας περιπτώσεις ἐνδείκνυται ἡ εἰλικρίνεια. Τὸν παρεκάλεσε διὰ παρηγορίαν τῆς μητρὸς νὰ γράψῃ μίαν συνταγήν, ἔστω καὶ χωρὶς ἐλπίδα σωτηρίας ἢ ὠφελείας. Τὸ ἐδέχθη, ἔγραψε καὶ ἀνεχώρησεν. Ἡ Μαυράκη, καθησυχάσασα ὀλίγον τοὺς γονεῖς, μετέβη πρὸς ἀγορὰν τῶν φαρμάκων. Καθ᾽ ὁδὸν βασανιζομένη διὰ τὸ γεγονός, ἐσκέφθη καθ’ ἑαυτὴν ὅτι ἦτο δυνατὸν διὰ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη μόλις εἶχε φθάσει εἰς τὰ Χανιά, νὰ ἐγίνετο τὸ παιδὶ καλά. Πράγματι ἤλλαξε πορείαν, καὶ μετέβη εἴς τινα οἰκίαν γνωστῆς οἰκογενείας, ἥτις εἶχε μικρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, παρακαλέσασα ἔνδακρυς νὰ τῆς δοθῇ, διὰ νὰ σταυρώσῃ τὸ παιδί.
Κατὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ποὺ συνεζητοῦντο τὰ ἀνωτέρω εἰς τὴν οἰκίαν τῆς γνωστῆς οἰκογενείας, τὸ παιδὶ ἐφώναξε τὴν γιαγιά του καὶ τὴν μητέρα του καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ κλαῖτε, καὶ θὰ γίνω καλά». Εἰς φυσικὴν ἐρώτησίν των ἀπήντησε: «Μοῦ τὸ εἶπεν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος». Εἰς συνεχεῖς ἐξακριβωτικὰς ἐρωτήσεις τῆς γιαγιᾶς καὶ τῆς μητέρας, τὸ παιδὶ ἀπήντησεν: «Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μοῦ τὸ εἶπε». «Πότε παιδί μου, καὶ πῶς;». Καὶ ἐκεῖνο ἐξακολουθεῖ νὰ λέγῃ: «Ἦλθεν ὁ Ἅγιος, ἕνας γέροντας, μὲ μακριὰ γενειάδα, μὲ ἐχάϊδεψε στὸ πρόσωπον καὶ μοῦ εἶπε: «Εἰπὲ εἰς τὴν γιαγιά σου καὶ τὴν μητέρα σου νὰ μὴν κλαῖνε· ἐγὼ θὰ σὲ κάμω καλά μὴν ἀκοῦτε τὸν γιατρό· ἡ θεία σου πηγαίνει, τώρα νὰ φέρῃ...».