καὶ χωρὶς νὰ φανερώσῃ τοῦτο εἰς κανένα Μοναχόν, διὰ νὰ μὴ κλαίουν πάλιν ναὶ ὀδύρωνται, ἐποίησε διαθήκην μὲ τὰς χεῖράς του δι’ ὅλα τὰ πράγματα τοῦ Μοναστηρίου, καὶ τὴν ἔθεσεν εἰς τὸν κόλπον του· καὶ οὕτως ἀπέβαλε τὸ χῶμα, τὴν ἰλὺν καὶ τὴν σάρκα, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν κάτω φυλακὴν καὶ ταλαιπωρίαν, μετέβη πρὸς τὸν Θεόν, ἐν ἔτει ͵ανγ’ (1053), πλήρης ἡμερῶν γενόμενος.
Θαυμαστὰ δὲ πράγματα ἠκολούθησαν εἰς τὴν τελευτὴν τοῦ Ὁσίου· διότι εὐθὺς ὅτε ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ θεία ψυχή του καὶ ἀνέβη εἰς τὰ οὐράνια, κατέβη ἄνωθεν νεφέλη ὁλόφωτος, ὁμοία μὲ ἐκείνην, ἥτις ἐφάνη εἰς τὴν γέννησίν του, καὶ ἐφανέρωνε τὴν τελευτὴν τοῦ παμμάκαρος, καλοῦσα ὅλους εἰς τὸν στῦλον τοῦ Ὁσίου, μὲ τὸ παράδοξον φῶς ὅπερ ἔλαμπεν ἐκαλοῦσεν ἀκόμη καὶ τὸν μαθητὴν τοῦ Ἁγίου, Γρηγόριον ὀνόματι, ὅστις ἡσύχαζε τότε εἰς τὸν ναὸν τῆς Θεοτόκου, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν ὁ Ὅσιος διὰ τοὺς δώδεκα Μοναχούς, ὡς προείπομεν. Ὅσοι λοιπὸν ἔβλεπον τὴν νεφέλην, ἔτρεχον εἰς τὸν στῦλον καὶ ἐθεωροῦσαν κείμενον νεκρὸν τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου καὶ ἐθρήνουν ἀπαρηγόρητα καὶ ὠδύροντο, καλοῦντες τὸν Πατέρα, κλαίοντες τὴν ὀρφανίαν καὶ μὴ ὑποφέροντες τὸν χωρισμόν του, ἐπιθυμοῦσαν νὰ συναποθάνουν μὲ τὸν Ὅσιον.
Ἐλυποῦντο δὲ ἐπὶ πλέον οἱ μαθηταί του καὶ διότι ἐνόμιζον, ὅτι ἐτελεύτησε χωρὶς νὰ κάμῃ διαθήκην· ὅμως περισσότερον ἀπὸ ὅλους ἐλυπεῖτο ὁ προρρηθεὶς Γρηγόριος· ὅθεν διὰ τὴν μεγάλην οἰκειότητα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸν Ὅσιον, εἶπεν εἰς αὐτὸν ὡς εἰς ζῶντα· «Διατί, Πάτερ, μᾶς ἐλύπησες ἀπαρηγόρητα; διατὶ μᾶς ἐπροξένησες δύο λύπας, τὰς ὁποίας δὲν δυνάμεθα νὰ ὑποφέρωμεν; Διατὶ δὲν ἠθέλησες νὰ κάμῃς διαθήκην καὶ νὰ μᾶς παραγγείλῃς τὰ δέοντα, ἀλλὰ ἐφύλαξες τὸν θάνατόν σου ἀγνώριστον; Δὲν μᾶς λυπεῖσαι τὰ τέκνα σου; δὲν βλέπεις πῶς μᾶς κατέστησε τὸ πένθος τὸ ἰδικόν σου;». Ταῦτα λέγων ὁ Γρηγόριος εἰς τὸ λείψανον τοῦ Ὁσίου, ὤ τοῦ θαύματος! ὁ κείμενος νεκρὸς καὶ ἄπνους, ὥσπερ ζῶν καὶ ἔμπνους καὶ αἰσθανόμενος ἤγειρε τὴν δεξιάν του χεῖρα καὶ τὴν ἔβαλεν ἔσω εἰς τὸν κόλπον του καὶ λαμβάνων τὴν διαθήκην τὴν ἔδωκεν εἰς χεῖρας τοῦ Γρηγορίου καὶ πάλιν ἐφάνη νεκρός. Ὁ δὲ Γρηγόριος, λαμβάνων τὴν διαθήκην καὶ ἀναγινώσκων αὐτὴν μὲ προσοχήν, εἶδεν, ὅτι δὲν ἦτο ὑπογεγραμμένον εἰς αὐτήν, κατὰ τὴν συνήθειαν, τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου,