Διότι πλούσιος ὢν καὶ φιλότιμος, εἰς τὰς δωρεὰς καὶ τὰ χαρίσματα ὁ μέγας Γεώργιος, δὲν ηὐχαριστήθη μὲ ἕνα μόνον τρόπον καὶ μὲ μίαν ἑορτήν του νὰ εὐεργετήσῃ τὸ γένος τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ μὲ διπλοῦν καὶ μὲ δύο ἑορτάς. Καὶ ἐπειδὴ δύο εἶναι τὰ καλλίτερα μέρη τοῦ κόσμου, ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Ἀσία, καὶ δύο εἶναι οἱ καλλίτεροι καιροὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἡ ἄνοιξις καὶ τὸ φθινόπωρον, διὰ τοῦτο ἐφιλοτιμήθη ὁ θεῖος Γεώργιος νὰ ἐκχύσῃ ἀφθονοπαρόχως τὰς δωρεάς του, τὰς χάριτας καὶ εὐλογίας, τόσον εἰς τὴν Εὐρώπην, ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν· τόσον εἰς τὴν ἄνοιξιν, ὅσον καὶ εἰς τὸ φθινόπωρον. Καὶ οὕτως ὄχι μόνον νὰ κηρύττηται εἰς τὸν κόσμον κοινὸς καὶ οἰκουμενικὸς εὐεργέτης, ἀλλὰ κατὰ τοῦτο νὰ ὑπερτερῇ καὶ τόν, κατὰ τὰ ἄλλα ἰσότιμόν του, Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, ὅστις ἐν μόνῃ τῇ Εὐρώπῃ καὶ ἐμαρτύρησε καὶ ἐτάφη, καὶ ἐν μόνῳ τῷ καιρῷ τοῦ φθινοπώρου ἑορτάζεται.
Καθὼς λοιπόν, εἰς τὸν παλαιὸν καιρόν, ὁ Πατριάρχης, καὶ πάγκαλος Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρισκόμενος καὶ προγνωρίσας, ὅτι ἔχουν νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ οἱ ὁμόφυλοί του Ἑβραῖοι, παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ πάρουν μαζί των τὰ λείψανά του, καὶ νὰ τὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, ἤτοι εἰς τὴν Παλαιστίνην, «Ὅρκῳ ὥρκισεν Ἰωσὴφ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, λέγων· ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ᾗ ἐπισκέψηται ὁ Θεὸς ὑμᾶς, καὶ συνανοίσετε τὰ ὀστᾶ μου ἐντεῦθεν μεθ’ ὑμῶν». (Γεν. ν’ 25). Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ μέγας Γεώργιος, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ρώμην, ἀφοῦ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς ὅσα ὑπάρχοντα εἶχε μαζί του, καὶ ἀφοῦ ἔλαβε διὰ τὸν Χριστὸν ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ καὶ πολυποίκιλα μαρτύρια, ὅπου ἀναφέρει ὁ Βίος του, ὕστερον εὑρισκόμενος μέσα εἰς τὴν φυλακήν, ἀπεκοιμήθη ὀλίγον· καὶ ἰδοὺ βλέπει εἰς τὸ ὅραμά του τὸν Δεσπότην Χριστόν. Ὅστις, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε λαμπρὸν στέφανον εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν ἐφίλησε γλυκύτατα, τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβεῖσαι, Γεώργιε, ὅτι αὔριον ἔρχεσαι νὰ συμβασιλεύῃς μετ’ ἐμοῦ εἰς τὰ οὐράνια». Ὅθεν ὅταν ἐξύπνησεν ὁ Ἅγιος ἐκάλεσε τὸν δοῦλόν του, καὶ διηγηθεὶς εἰς αὐτὸν τὸ ὅραμα, τὸ ὁποῖον εἶδεν, ἤρχισε νὰ τὸν ἀποχαιρετᾷ, λέγων εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ καὶ νὰ εὐφραίνηται· τοῦ παρήγγειλε δέ, ὅπως μετὰ τὸν θάνατόν του, πάρῃ τὸ σῶμά του, καὶ τὸ ὑπάγῃ εἰς τὴν Παλαιστίνην, τὴν πατρίδα τῆς μητρός του. Ὁμοίως νὰ πάρῃ καὶ τὴν διαθήκην, τὴν ὁποίαν εἶχε γραμμένην προτοῦ νὰ μαρτυρήσῃ ὁ Ἅγιος, καὶ νὰ κάμῃ ἀπαρασάλευτα καθὼς αὐτὴ διώριζεν. Ὁ δοῦλος λοιπόν, μετὰ τὴν ἀποτομὴν τοῦ Ἁγίου, ἐπῆρε τὸ πολύαθλον ἐκεῖνο σῶμα καὶ τὸ ἐπῆγεν εἰς τὴν Παλαιστίνην, καὶ ἐκεῖ τὸ ἐνεταφίασε μετὰ πολλῆς τιμῆς καὶ εὐλαβείας ὁμοῦ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, τελειώσας καὶ ὅλας τὰς ἄλλας παραγγελίας τοῦ Ἁγίου ὡς εὐχάριστος καὶ εὐγνώμων.