Τῇ Β’ (2ᾳ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΠΗΓΑΣΙΟΥ, ΑΦΘΟΝΙΟΥ, ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΥ καὶ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ.

Ὅθεν ὁ βασιλεὺς ἔστειλε πολλοὺς στρατιώτας νὰ τοὺς χωρίσωσιν, οἱ δὲ εὐλαβεῖς ἐκεῖνοι ἠκολούθουν τοὺς Ἁγίους, τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου εἰς οὐδὲν λογιζόμενοι καὶ ἐπροτίμων νὰ ἀποθάνωσι κάλλιον ἢ νὰ φανῇ ὅτι ἐδειλίασαν. Ὁ δὲ τύραννος ἐπρόσταξε νὰ τοῦ φέρωσι τὸν Ἐλπιδηφόρον, ὅστις ἦτο ὁ λογιώτερος ἐξ αὐτῶν καὶ εἰς τὸν ζῆλον τῆς εὐσεβείας θερμότερος, ὁ ὁποῖος εἶπε πρὸς τοὺς Μάρτυρας· «Δεηθῆτε τοῦ Θεοῦ δι’ ἐμέ, ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες μου καὶ ὁδηγοί μου πρὸς τὴν εὐσέβειαν, νὰ μὲ συναριθμήσῃ μὲ τὴν ἁγίαν σας συνοδείαν». Εἶπον δὲ εἰς αὐτὸν οἱ Ἅγιοι· «Μὴ λυπῆσαι, ἀδελφὲ φίλτατε, ἀλλὰ ἔχε θάρρος, διότι πρότερον ἀπὸ ἡμᾶς ὑπάγεις εἰς τὸν οὐράνιον Βασιλέα νὰ ἀγάλλεσαι». Ἠκολούθουν δὲ τὸν Ἐλπιδηφόρον ἄλλοι τρεῖς ἔχοντες ὁμοίαν γνώμην καὶ προαίρεσιν, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶπεν ὁ τύραννος· «Τί ἐπάθατε, ἀνόητοι, καὶ ἀφήνοντες τοὺς πατρῴους θεούς, ἐκολλήθητε μὲ τοὺς πλάνους αὐτοὺς καὶ γόητας; γινώσκετε ὅτι, ἐὰν δὲν ἔλθετε εἰς τὴν προτέραν εὐσέβειαν, θέλω σᾶς δώσει πικρότατον θάνατον».

Ὁ δὲ μακάριος Ἐλπιδηφόρος ἀπεκρίθη γενναίως· «Ἡμεῖς δὲν προσκυνοῦμεν ψευδεῖς θεούς, οὔτε εἰς τὸ πρόσταγμά σου πειθόμεθα, καὶ κάμε ὅ,τι ἂν βούλεσαι». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ τύραννος· «Ἐπειδὴ ἐσυγκοινωνήσατε μὲ τοὺς ἀσεβεῖς τούτους, ἐγὼ θὰ σᾶς ὑστερήσω τοῦ ποθουμένου εἰς τὸ πεῖσμα σας καὶ θὰ σᾶς δώσω ὅμοιον θάνατον». Ταῦτα εἰπών, προσέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν αὐτούς, καὶ ὅσους ἄλλους εὕρουν εἰς τὴν εὐσέβειαν· ἐθανάτωσαν λοιπὸν τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἄνδρας τριακοσίους, οἵτινες ἅπαντες προετίμησαν νὰ ἀποθάνωσι μᾶλλον διὰ τὸν Χριστὸν ἢ νὰ ἔχωσιν ἀπόλαυσιν πρόσκαιρον, εἰς τοῦτο δὲ ἦτο αἰτία ὁ Ἀκίνδυνος, ὅστις τοὺς παρεκίνει νὰ μὴ δειλιάσωσιν. Ἀφοῦ δὲ ἐθανάτωσαν τοὺς ἄλλους, προσεκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἅγιον Ἀκίνδυνον μὲ τοὺς ἄλλους δύο Συναθλητάς του καὶ λέγει πρὸς αὐτοὺς μὲ προσποιητὴν πρᾳότητα καὶ σκολιότητα τῆς ἀλώπεκος· «Διατί, φίλοι μου, ἔχετε τόσον πεῖσμα καὶ προτιμᾶτε ὑπὲρ τὴν γλυκυτάτην ζωὴν τὸν πικρότατον θάνατον; μάρτυς μου ὁ γλυκὺς εἰς ὅλους καὶ παμπόθητος ἥλιος· πολὺ λυποῦμαι νὰ σᾶς θανατώσω διὰ τὸ νέον τῆς ἡλικίας σας, τὴν ὁποίαν καὶ τὰ θηρία εὐσπλαγχνίζονται. Λοιπὸν σᾶς συμβουλεύω, πρὸς τὸ συμφέρον σας, κάμετε τὸ θέλημά μου, διότι σᾶς ἀγαπῶ ὡς τέκνα μου καὶ θέλω σᾶς ἀξιώσει μεγάλων τιμῶν καὶ ἀπείρων χαρισμάτων».


Ὑποσημειώσεις

[1] «Ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι» (Ψαλμ. κεʹ 12).

[2] «Κίνδυνοι ᾅδου εὕροσάν με» (Ψαλμ. ριδʹ 3).

[3] «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχὴν» (Ψαλμ. ξεʹ 12).

[4] «Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου» (Ψαλμ. ξβʹ 1).