Τῇ ἐπαύριον ἔφεραν τὴν Αἰκατερίνην εἰς τὸ κριτήριον καὶ τῆς λέγει ὁ βασιλεύς· «Πολλὴν θλῖψιν καὶ ζημίαν μοῦ ἔδωσες· σὺ ἐπλάνησες τὴν γυναῖκά μου καὶ τὸν ἀνδρεῖόν μου στρατηλάτην, ὅστις ἦτο ἡ δύναμις τοῦ στρατοῦ μου, καὶ ἄλλα κακὰ μοῦ συνέβησαν διὰ μέσου σοῦ καὶ ἔπρεπε νὰ σὲ θανατώσω ἀνηλεῶς· ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ, διότι σὲ λυποῦμαι νὰ ἀπολεσθῇ κακῶς κόρη τοσοῦτον ὡραία καὶ πάνσοφος. Λοιπὸν κάμε τὸ θέλημά μου, φιλτάτη μου, θυσίασε εἰς τοὺς θεοὺς νὰ σὲ λάβω βασίλισσαν νόμιμον, καὶ ποτὲ νὰ μὴ σὲ λυπήσω, οὔτε νὰ κάμω καμμίαν πρᾶξιν χωρὶς τὸν λόγον σου, νὰ διέλθῃς τόσην εὐφροσύνην καὶ μακαριότητα, ὅσην δὲν ἐχάρη ποτὲ εἰς τὸν κόσμον ὁμοίως ἄλλη βασίλισσα». Αὐτὰ καὶ ἀκόμη περισσότερα ἕτερα λέγων ὁ πανοῦργος, ἐκίνει κάθε λίθον, κατὰ τὸν λόγον, νὰ μεταλλάξῃ τὴν γνώμην τῆς Ἁγίας· ἔπειτα βλέπων, ὅτι οὔτε μὲ κολακείας, οὔτε μὲ ὑποσχέσεις, οὔτε μὲ φοβερισμὸν κολαστηρίων ἠδύνατο νὰ μαλάξῃ τὴν στερροτέραν ἀδάμαντος, ἀπελπισθεὶς τελείως ὁ ἄνους καὶ ἀφρονέστατος, ἔδωκε κατ’ αὐτῆς τὴν ἀπόφασιν, νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν ἔξω τῆς πόλεως.
Παραλαβόντες λοιπὸν τὴν Ἁγίαν οἱ στρατιῶται, ἐπήγαιναν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Ἠκολούθει δὲ καὶ ὄχλος πολὺς ὀπίσω αὐτῆς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, κλαίοντες πικρῶς, ὅτι ἔμελλε νὰ ἀπολεσθῇ (καθὼς ἐκεῖνοι ἐνόμιζον) τοσοῦτον πάγκαλος κόρη καὶ πάνσοφος, αἱ δὲ πρόκριτοι τῶν γυναικῶν καὶ εὐγενικώτεραι ἔλεγον πρὸς ταύτην ὀλοφυρόμεναι· «ὦ ὡραιοτάτη κόρη καὶ πάμφωτε, διατὶ εἶσαι τόσον σκληρόκαρδος καὶ προτιμᾷς θάνατον ὑπὲρ τὴν γλυκυτάτην ζωήν; διατί νὰ ἀφανισθῇ ἀκαίρως καὶ μάταια τὸ ἄνθος τῆς σῆς νεότητος; δὲν εἶναι κάλλιον νὰ ὑπακούσῃς τοῦ βασιλέως καὶ νὰ ἀπολαύσῃς τοσαύτην μακαριότητα, παρὰ νὰ κακοθανατήσῃς ἐλεεινῶς;». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἀφῆτε τὸν ἀνωφελῆ θρῆνον καὶ χαίρετε μάλιστα, ὅτι ἐγὼ θεωρῶ τὸν Νυμφίον μου Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ποιητὴν καὶ Σωτῆρά μου, ὅστις εἶναι τῶν Μαρτύρων ἡ ὡραιότης καὶ ὁ στέφανος καὶ μὲ προσκαλεῖ εἰς ἐκεῖνα τὰ ἄρρητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, νὰ συμβασιλεύω μετ’ αὐτοῦ καὶ νὰ συναγάλλωμαι εἰς αἰῶνα τὸν ἀτελεύτητον. Λοιπὸν οὐχὶ ἐμέ, ἀλλὰ ἑαυτὰς κλαίετε, ὅπου ὑπάγετε διὰ τὴν ἀπιστίαν σας εἰς πῦρ ἀτελεύτητον, νὰ ὀδυνᾶσθε καὶ νὰ φλογίζεσθε πάντοτε».