ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑ ἡ ἔνδοξος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς ἦτο ἀπὸ τὴν μεγαλόπολιν Ἀλεξάνδρειαν, ἤθλησε δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τῶν ἀσεβῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ, Μαξεντίου καὶ Μαξιμίνου [1] τῶν βασιλευσάντων κατὰ τὰ ἔτη τε’-τιγ’ (305-313). Ὁ Βίος αὐτῆς καὶ τὸ Μαρτύριον εἶναι τόσον θαυμαστός, γλυκὺς καὶ ἡδύτατος, ὥστε πᾶσα ψυχή, ἥτις μετὰ προσοχῆς ἀναγινώσκει καὶ ἀκροᾶται αὐτόν, εὐφραίνεται καὶ δροσίζεται καὶ πολὺν τὸν καρπὸν συγκομίζει.
Ἡ ἐλπὶς τῆς συγκομίσεως τῶν καρπῶν γεμίζει θάρρος τὸν γεωργὸν καὶ τὸν κάμνει νὰ μὴ συλλογίζεται ποσῶς κόπον καὶ ἱδρῶτα, οὔτε πᾶσαν ἄλλην χειμέριον κακοπάθειαν, ἀλλὰ νὰ ὑπομένῃ καρτερικῶς τὰς θλίψεις τῶν ἀνέμων καὶ τῶν ὑδάτων καὶ αὐτῆς τῆς χιόνος τὴν δριμύτητα, ἀναμένων μετὰ πόθου πολλοῦ τὸ θέρος νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς καρπούς του. Μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ προσκαίρου κέρδους οἱ ἔμποροι, διὰ νὰ πολλαπλασιάσουν τὰ χρήματα, δὲν συλλογίζονται κακοπάθειαν οὐδὲ βάσανον, ἀλλ’ ὑπομένουν διαφόρους κινδύνους θαλάσσης καὶ στερεᾶς, καὶ χάνουσι πολλοὶ τὴν ζωήν των ματαίως καὶ ἀνωφελῶς. Ὁμοίως καὶ ὁ ἰσχυρὸς στρατιώτης, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ματαίας δόξης καὶ τιμῆς, τὴν ὁποίαν προσδοκᾷ νὰ ἀπολαύσῃ, δὲν συλλογίζεται ποσῶς τὸν κίνδυνον τῆς ζωῆς, οὔτε ἄλλην τινὰ βάσανον, ἀλλ’ ἔχει θάρρος νὰ νικήσῃ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀντιδίκους τοῦ βασιλέως του, διὰ νὰ τὸν τιμήσῃ ὕστερον καὶ νὰ τὸν δοξάσῃ κατὰ τοὺς ἄθλους καὶ τὰς ἀνδραγαθίας αὐτοῦ.
Ἐὰν λοιπὸν οὗτοι ὑπομένουσι τόσας θλίψεις καὶ κόπους καὶ λυπηρά, διὰ νὰ ἀποκτήσουν φθαρτὰ καὶ ρέοντα πράγματα, ἅτινα σήμερον εἶναι καὶ αὔριον ἀφανίζονται, πολλάκις δὲ ἀποτυγχάνουσιν οἱ ταλαίπωροι καὶ δὲν ἀπολαμβάνουσι τὸ ποθούμενον, καθὼς εἴδομεν εἰς διαφόρους καιροὺς καὶ τόπους· καὶ ὁ μὲν γεωργὸς μοχθεῖ λίαν καὶ σκορπίζει τὸ γέννημα εἰς τὴν γῆν, θαρρῶν νὰ τὸ δεκαπλασιάσῃ, πολλάκις δὲ δὲν ἀπολαμβάνει οὐδὲ τὸν σπόρον του· καὶ πάλιν ὁ ἔμπορος δαπανᾷ τὰ χρήματά του καὶ ἐπιβαίνει εἰς τὸ πλοῖον νὰ ταξιδεύσῃ, διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ διπλασιάσῃ τὰ χρήματα καὶ πολλάκις ὁ κακότυχος πίπτει εἰς λῃστὰς καὶ λῃστεύεται ἢ κάμνει ἀβαρίαν καὶ ρίπτει τὸ πρᾶγμα του εἰς τὴν θάλασσαν, πολλάκις δὲ χάνει καὶ τὴν ζωήν του παντελῶς· ὁ δὲ στρατιώτης, ὑπάγει νὰ πολεμήσῃ τοὺς ἐχθροὺς καὶ αὐτὸς ὁ ἄθλιος θανατώνεται· ἐάν, λέγω, αὐτοὶ παραδίδουσι τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν εἰς τόσους κινδύνους διὰ ρέοντα καὶ μάταια πράγματα, πόσον μᾶλλον πρέπει νὰ κοπιάσωμεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, οἵτινες ἠξεύρομεν ἀναμφιβόλως καὶ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι ἔχομεν νὰ κληρονομήσωμεν τόσα ἀγαθὰ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν πανευφρόσυνα καὶ αἰώνια;