Λόγος Α’. Εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Ὑπερευλογημένης ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ, ἐκ τοῦ «Θησαυροῦ» Δαμασκηνοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου. Παρατίθεται ἐνταῦθα διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

διότι, ἐὰν μὲν ἔχωμεν τὸν νοῦν μας ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔχομεν καὶ μισθὸν καὶ Χάριτα ἀπὸ τὴν Παρθένον καὶ Θεοτόκον καὶ ἐννοοῦμεν καὶ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἀκούομεν καὶ ὠφελούμεθα, ἂν βεβαίως δὲν ἔχωμεν τὸν νοῦν μας εἰς κοσμικὰς φροντίδας· διὰ τοῦτο ἂς ἑτοιμάσωμεν καὶ τὸν νοῦν μας καὶ τὴν ψυχήν μας καὶ τὴν καρδίαν μας, νὰ ἀκούσωμεν καθαρῶς καὶ καλῶς τὸ μυστήριον, διὰ νὰ δοξάσωμεν καὶ νὰ τιμήσωμεν τὴν ὑπόθεσιν τῆς πανηγύρεώς μας, ἐπειδὴ ἡ ὑπόθεσις αὕτη εἶναι αἰτία σωτηρίας εἰς τὸν ἄνθρωπον.

Πόθεν ἄλλοθεν ἐσπλαγχνίσθη ὁ Κύριος νὰ σαρκωθῇ; Πόθεν καὶ ἀπὸ ποίαν ἀφορμὴν ὁ προάναρχος Βασιλεὺς τῶν αἰώνων ἠθέλησε νὰ γεννηθῇ ἐν χρόνῳ καὶ νὰ ὀνομασθῇ χρονικός; Πόθεν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον ὑμνοῦσι τὰ Χερουβὶμ καὶ δοξάζουσι τὰ Σεραφίμ, κατεδέχθη νὰ ὀνομασθῇ Σαμαρείτης καὶ δαιμονισμένος; Διατὶ ὑπέμεινεν ὕβρεις, ὀνειδισμούς, ἐμπτυσμοὺς καὶ τελευταῖον θάνατον σταυρικόν; Φανερὸν εἶναι ὅτι διὰ μόνην τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων τὰ κατεδέχθη αὐτὰ ὅλα, θέλων νὰ ἐλευθερώσῃ τὰς ψυχάς μας ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου. Διότι ἐφ’ ὅσον ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐξέπεσε διὰ τὴν παρακοὴν ἀπὸ τὸν Παράδεισον, δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ἀναβῇ ὅθεν ἐξέπεσε, διότι ἡ παρακοὴ ἔκλεισε τὴν θύραν τοῦ Παραδείσου· θὰ ἐδέχετο βεβαίως ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ἐὰν μετενόει, διότι ἡ ἁμαρτία ἀπαιτεῖ μετάνοιαν διὰ νὰ διορθωθῇ· ὁ Ἀδὰμ ὅμως δὲν μετενόησεν οὔτε εἶπε πρὸς τὸν Θεόν, ὅταν τὸν ἠρώτα· «Μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ ξύλον;». Δὲν εἶπε· «Ἥμαρτον, Ποιητά μου, ἔσφαλα, Θεέ μου, ἐπλανήθην καὶ παρήκουσα τὸ θέλημά σου· διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ κλαίω καὶ θρηνῶ καὶ δέομαί σου, δέξαι με πάλιν τὸν παρήκοον». Δὲν εἶπεν οὕτω, ἀλλ’ ἔρριψε τὴν ἀφορμὴν εἰς τὸν Θεόν, εἰπών· «Ἡ γυναῖκα τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδωκες, ἐκείνη μὲ παρεπλάνησε». Καὶ οὕτω ἔδειξε παρευθὺς ὅτι ἐκεῖνος δὲν πταίει, ἀλλ’ ὁ Θεός, ὅστις τοῦ ἔδωκε σύντροφον τὴν Εὔαν, ἐκεῖνος πταίει. Ἠρώτησε καὶ τὴν Εὔαν ὁ Θεός, ἀλλ’ οὔτε αὐτὴ εἶπεν ὅτι ἔπταισεν, ἀλλ’ ἔρριψε καὶ αὐτὴ τὴν ἀφορμὴν εἰς τὴν ὄφιν, ὅτι ἐκεῖνος τὴν παρεπλάνησεν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τότε δὲν μετενόησαν, διὰ τοῦτο οὔτε ὁ Θεὸς τοὺς ἐδέχθη διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, ᾠκονόμησεν ὅμως ὕστερον, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους καὶ καιρούς, νὰ ἐνδυθῇ Σάρκα ἐκ τῆς Ἁγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἀπολεσθέντα ἄνθρωπον, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν κόλασιν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἑορτῆς μας, ἂς ἀκούσωμεν μὲ προθυμίαν καὶ τὴν ὑπόθεσιν τῆς σημερινῆς ἁγίας ἡμέρας.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὡς δογματίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, λέγων· «Τὴν παγκόσμιαν δόξαν τὴν ἐξ ἀνθρώπων σπαρεῖσαν» (Ἴδε Δοξαστικὸν τοῦ Αʹ Ἤχου).