Ὅθεν τοῦ ἔστειλε γράμμα νὰ ὑπάγῃ ἕως ἐκεῖ νὰ τοῦ εἴπῃ λόγον σπουδαῖον· ὁ δὲ Ἀρχιμανδρίτης ἐπῆγεν εὐθὺς εἰς τὸ σπήλαιον, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶπε ταῦτα ὁ Ἅγιος μὲ πραεῖαν λαλιὰν καὶ πολλὴν ταπείνωσιν· «Εἶναι μία ἑβδομὰς σήμερον, ὅπου ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν φῶς ἄρρητον, ὡς στῦλος πύρινος, ἐνῷ ηὐχόμην μόνος δοξολογῶν τὸν Θεὸν κατὰ τὸ σύνηθες. Μὲ περιεκύκλωσε δὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο ἀπὸ τὴν κορυφὴν ἕως τοὺς πόδας θαυμασιώτατα μὲ τόσην εὐωδίαν, τὴν ὁποίαν ἀκόμη αἰσθάνομαι καὶ μὲ τὴν ὅρασιν αὐτὴν ἰατρεύθην ἀπὸ δύο μεγάλας ἀσθενείας ὅπου εἶχον πρότερον, μίαν σωματικὴν τῆς αἱμορροΐας, καὶ ἄλλην ψυχικήν, διότι εἶχον εἰς τὴν σάρκα μέγα σκάνδαλον, καὶ τώρα μὲ τὴν θείαν Χάριν ἐθεραπεύθην καὶ ἔχω πολλὴν εἰρήνην εἰς τὴν καρδίαν μου· δι’ αὐτὸ λοιπὸν σὲ ἐκάλεσα διὰ νὰ μὲ συμβουλεύσῃς ὡς πρακτικός, ἐὰν ἦτο ἀπὸ Θεοῦ ἡ ὅρασις, νὰ μὴ ἔχω ἀμφιβολίαν ὅτι ἦτο ἀπὸ συνεργίαν τοῦ δαίμονος διὰ νὰ μὲ πλανήσῃ τὸν ἀνάξιον». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἡγούμενος· «Μὴ ἔχῃς εἰς αὐτὸ ἀμφιβολίαν ἢ δειλίαν τελείως, ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο ἦτο θεϊκόν, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν ζωηφόρον εὐωδίαν του ἐδίωξε τὴν θανατηφόρον δυσωδίαν τοῦ ἀντικειμένου δαίμονος· λοιπὸν ἀγωνίζου εἰς τὴν ἄσκησιν ὅσον δύνασαι, γινώσκων ὅτι ἔχεις τὸν Θεὸν εἰς βοήθειαν· διότι οὕτω δοξάζει τοὺς δούλους αὐτοῦ ὁ Κύριος μὲ δόξαν οὐράνιον καὶ τοὺς φανερώνει εἰς τὸν κόσμον ὡς ἀξίους τῆς Βασιλείας του, διὰ νὰ λαμβάνουν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τούτους παράδειγμα, νὰ τοὺς μιμοῦνται πρὸς σωτηρίαν των».
Ὁ δὲ Κύριος μὴ θέλων νὰ εἶναι κεκρυμμένος ὑπὸ τὸν μόδιον ὁ λύχνος οὗτος ὁ παμφαέστατος, τὸν προσεκάλεσεν οὐρανόθεν, ὡς τὸν Πατριάρχην Ἀβραάμ, καὶ τοῦ λέγει· «Γρηγόριε, ἐὰν ἀγαπᾷς νὰ φθάσῃς εἰς τὴν τελειότητα, ἔξελθε ἀπὸ τὴν γῆν σου καὶ τὴν συγγένειάν σου καὶ ξενιτεύσου διὰ τὸ συμφέρον σου». Ἐξελθὼν ὅθεν ἀπὸ τὸ σπήλαιον ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἔφεσον νὰ εὕρῃ, πλοῖον διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν, προκειμένου νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ διὰ νὰ ἐλέγξῃ τοὺς αἱρετικούς, οἵτινες ἦσαν τὸν καιρὸν ἐκεῖνον. Ἦσαν δὲ πολλὰ πλοῖα ἐκεῖ εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀλλ’ ἐφοβοῦντο τοὺς πειρατάς, οἵτινες ἐλυμαίνοντο τὸ πέλαγος ἐκεῖνο καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ ἐξέλθουν· ὁ δὲ Ἅγιος τοὺς ἐθάρρυνεν, ὑποσχόμενος νὰ μὴ τοὺς ἴδωσι τελείως καὶ οὕτως ἐγένετο, ὅτι διὰ τὴν δέησιν αὐτοῦ ἔκαμε καιρὸν ἐπιτήδειον καὶ ἐταξίδευσαν πρίμα φθάσαντες ταχέως εἰς τὴν Προικόννησον.