Ἀναχωρήσας λοιπὸν ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τοὺς ἀδελφούς του, ὅταν ἔμελλε νὰ διέλθῃ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἠμποδίσθη ἀπὸ καιρικὰς ἀνωμαλίας, καὶ τοὺς μεταξὺ τῶν Ρώσων καὶ Τούρκων πολέμους καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ὀδησσὸν διὰ νὰ εὕρῃ ἀπὸ ἐκεῖ εὐκολωτέραν διάβασιν. Μὴ δυνηθεὶς δὲ νὰ ἐξέλθῃ οὔτε ἀπὸ ἐκεῖ, ἀναβαίνει πάλιν καὶ ἐρχόμενος εἰς Βουκουρέστιον τῆς Ρουμανίας, ἔμεινεν ἐπὶ ἕνα καὶ ἥμισυ χρόνον πλησίον τοῦ προξένου τῆς Γαλλίας καὶ τινὸς ἀνωτέρου ὑπαλλήλου Ρώσου. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος, δὲν ἐνεθυμήθη πλέον τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ βλέπων, ὅτι ὁ κόσμος, ἡ σὰρξ καὶ ὁ διάβολος τοῦ ἀνοίγουν θύραν ἀτάκτων καὶ ἀσέμνων ἡδονῶν, γίνεται ἔκδοτος εἰς αὐτὰς καὶ χωρὶς νὰ διαστείλῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, κατακαίεται ὅλος ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς νεανικῆς ἡδυπαθείας, γενόμενης θέατρον ἀθλιότητος καὶ ἁμαρτίας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ πολλάκις διὰ νὰ τελεσθῇ ἡ ἁμαρτία θέλει καὶ ἔξοδα, ἐδανείζετο ὁ Ἐλευθέριος διὰ νὰ καθυποβάλλῃ ἑαυτὸν περισσότερον εἰς τὴν δουλείαν τῶν ἀκαθάρτων ἡδονῶν.
Ἔτυχε δὲ τότε νὰ εἶναι ἐκεῖ είς τὸ Βουκουρέστιον καὶ οἱ ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας πρέσβεις τῆς εἰρήνης. Εἰς ἕνα τούτων προσεκολλήθη ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἵνα ἀπολαμβάνῃ ἀφόβως καὶ ἀφθονωτέρας τὰς ἡδονὰς καὶ τρυφὰς τοῦ Βουκουρεστίου, ἐν ὅσῳ εὑρίσκετο ἐκεῖ, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὅπως δυνηθῇ μετ’ αὐτοῦ νὰ ἀπέλθῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν, διότι, καθὼς διηγήθη εἰς ἡμᾶς μετὰ ταῦτα, ὁ χορτασμὸς τῆς ἁμαρτίας ἐπροξένει εἰς αὐτὸν ἀηδίαν. Τοῦτο δὲ εἶναι ἀληθές, καθὼς τὸ ἐπιβεβαιοῖ καὶ ὁ θεῖος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος [2]. Μετ’ ὀλίγον λοιπὸν καιρόν, καταβάντες οἱ πρέσβεις εἰς Σοῦμλαν [3], ἐχρονοτρίβουν ἐκεῖ ἕνεκα τῶν περιστάσεων. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ Ἐλευθέριος, ἐλυπεῖτο διὰ τὴν σκληρότητα καὶ τὴν βάναυσον συμπεριφορὰν τοῦ αὐθέντου του Καπουτζῆ. Ἀδημονῶν δὲ ἀφ’ ἑνὸς διὰ τὴν βραδύτητα τῆς ὁδοιπορίας του, παρακινηθεὶς δὲ ἀφ’ ἑτέρου καὶ παρά τινος συνοδοιπόρου του Ἀδριανουπολίτου, ἀρνησιχρίστου, λεγομένου πρότερον Κωνσταντίνου, παρουσιάσθη μετ’ αὐτοῦ οἰκειοθελῶς εἰς τὸν ἐκεῖ στρατιωτικὸν διοικητήν, Ραῒς Ἐφένδην Γαλήπην καλούμενον, καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ ἠρνήθη, φεῦ! τὸν Χριστὸν δεχθεὶς τὴν πλάνην τοῦ ἀντιχρίστου Μωάμεθ, μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας περιετμήθη κατὰ τὸν νόμον τοῦ ἐπαράτου ἐκείνου καὶ πλάνου.