Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΚΟΔΡΑΤΟΥ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ.

Ὡς δὲ ἦλθον ἐκεῖνοι, ἐπέμεινε καὶ πάλιν νὰ θυσιάσουν εἰς τοὺς ἀκαθάρτους δαίμονας, ἔλεγε δὲ μὲ γλυκύτητα πρὸς τὸν μακάριον Κοδρᾶτον· «Ἄκουσε τοὐλάχιστον τώρα, ἄνθρωπε, καὶ θυσίασε εἰς τοὺς θεούς· διατὶ ἀτιμάζεις τὸ ἀξίωμά σου καὶ τὸ γένος σου; Γνώρισε τοὺς θεοὺς καὶ προσκύνησέ τους, διὰ νὰ σώσῃς τὴν ζωήν σου καὶ ἐγὼ θέλω εἰπεῖ εἰς τοὺς ἰατροὺς νὰ σὲ ἐπιμεληθοῦν καὶ νὰ ἰατρεύσουν τὰς πληγάς σου, ἀρκεῖ, ὡς σοῦ λέγω, νὰ θυσιάσῃς εἰς τοὺς μεγάλους θεούς».

Ἀλλ’ ὁ μακάριος Κοδρᾶτος ἀπεκρίθη· «Ἐγὼ προσκυνῶ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ τὸν μονογενῆ Υἱὸν Αὐτοῦ Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὸ Ἅγιον καὶ ζωοποιὸν Πνεῦμα, διότι τρέμων τὴν ἰσχὺν Αὐτοῦ καὶ τὴν ἀνεκδιήγητον αὐτοῦ δύναμιν, ὑμνῶ καὶ δοξάζω Τοῦτον διὰ παντός· δαίμονας ὅμως δὲν φοβοῦμαι καὶ ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων δὲν προσκυνῶ· ἀλλ’ οὔτε εἰς σέ, ὅστις ἔχεις πρόσκαιρον ἐξουσίαν, ὑπακούω. Διότι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας μεταβαίνω πρὸς τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, σὺ δὲ κακὴν κακῶς θέλεις ἀποθάνει, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησες νὰ γνωρίσῃς τὸν ἀληθινὸν Θεόν, τὸν δωρήσαντα πρὸς σὲ τὴν ἐξουσίαν, υἱὲ τοῦ σατανᾶ, ἀδελφὲ τοῦ ἀποστάτου διαβόλου, συμμέτοχε τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, ἀλογώτερε τῶν χοίρων, λυσσασμένε κῦον, αἱμοπότα δράκον, σαρκοφάγε λέον, ἀγριώτερε καὶ τῶν θηρίων! Δὲν ἐντρέπεσαι νὰ θυσιάζῃς εἰς τοὺς λίθους πρὸ τόσου πλήθους ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν καταλαμβάνουν τίποτε; Οἱ μάγειροι εἶναι σεμνότεροι ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι φαίνονται ὅτι εἶναι δοῦλοι ἀνθρώπων καὶ ὄχι τῶν δαιμόνων. Σεῖς ὅμως δὲν αἰσχύνεσθε νὰ θυσιάζετε δημοσίᾳ εἰς εἴδωλα ἀναίσθητα, τὸ δὲ φρικτότερον εἶναι τὸ νὰ θυσιάζετε μὲν εἰς τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ νὰ τρώγετε σεῖς οἱ ἴδιοι τὰς θυσίας. Ἂς ἔλθῃ λοιπὸν ἐκεῖνος, ὅστις δέχεται τὴν θυσίαν. Ἂς φανῇ νὰ τὸν ἴδωμεν. Ἂς ζητήσῃ ἀφ’ ἑαυτοῦ τὴν θυσίαν καὶ ἂς τὴν φάγῃ· ἂς εἰπῇ ὁ λίθινος θεός σας τὶ θέλει νὰ θυσιασθῇ εἰς αὐτόν, αἶξ ἢ βοῦς ἢ ὄρνεον, τὸ ὁποῖον πάντως εἶναι ἀξιώτερον ἀπὸ ἐκεῖνον. Αἰσχύνθητε λοιπὸν νὰ ἀναγκάζετε ἡμᾶς νὰ θυσιάζωμεν εἰς τὰ εἴδωλα· αἰσχύνθητε, τέκνα αἰσχύνης, διότι σεῖς, οἵτινες εἶσθε ἔξω φρενῶν, νομίζετε ἡμᾶς τοὺς ἔχοντας σῴας τὰς φρένας ὡς ἀνοήτους».

Ταῦτα ὁ ἀνθύπατος ἀκούσας ὠργίσθη καὶ ἐπρόσταξε τοὺς ὑπηρέτας νὰ βρέχωσι μὲ ὄξος καὶ ἅλμην τὰς πληγὰς τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὰς τρίβουν μὲ τρίχινα ὑφάσματα. Ἀφοῦ δὲ ἔγιναν ταῦτα ταχέως καὶ ἐβασανίζετο ὁ Ἅγιος ἐπὶ ὥρας πολλάς, εἶπε πάλιν ὁ ἀπάνθρωπος καὶ ἀσεβὴς νὰ κατακαύσουν τὰς πλευράς του μὲ πεπυρωμένα σίδηρα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁμήρου Ἰλιὰς Βʹ στ. 204.

[2] Ὁμήρου Ἰλιὰς Υʹ στ. 54.

[3] Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις πλησίον τῆς Ξηροκέρκου.