Τίς δὲ δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν ἐν τῷ σχολείῳ προσοχὴν καὶ κοσμιότητα, μετὰ τῆς ὁποίας συμπεριεφέρετο πρὸς τοὺς ὁμηλίκους του, τὴν ἄκραν ταπείνωσιν καὶ ἀπεριόριστον πρὸς τοὺς γονεῖς αὐτοῦ ὑποταγήν, ἐν ὀλίγοις δὲ τὴν πρὸς πάντας τοὺς ἀνθρώπους σεμνότητα καὶ παραδειγματικὴν αὐτοῦ διαγωγήν; Διότι πάντες οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωρίου ἔλεγον διὰ τὸν Ἅγιον, ὅτι ἦτο τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἠθικῆς καὶ κοσμιότητος, προτρέποντες τοὺς νέους νὰ ἔχωσι τοῦτον ὡς παράδειγμα.
Ἐν ὅσῳ δὲ ἐπροχώρει ἡ ἡλικία τοῦ Ἁγίου, ἔτι περισσότερον ηὔξανε καὶ ὁ ζῆλος τὸν ὁποῖον ἀπ’ ἀρχῆς εἶχε πρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅθεν, ὡς ἀκάματος μέλισσα ἐνετρύφα είς τὸν ἀνθοφόρον λειμῶνα τῶν ἁγίων Γραφῶν, εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὁποίων εὕρισκεν εὐφροσύνην πνευματικὴν καὶ χαρὰν ἀνεκλάλητον, ἥτις, ὡς ὁ μαγνήτης ἕλκει τὸν σίδηρον, οὕτω δὲν ἄφηνεν αὐτὸν νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν γλυκεῖαν ταύτην καὶ ζωηφόρον τράπεζαν καὶ νὰ τραπῇ πρὸς τὰς μερίμνας τοῦ βίου. Διὰ τοῦτο, ἂν καὶ νεώτατος κατὰ τὴν ἡλικίαν ὁ Ἅγιος, οὐδεμίαν ἄλλην ἡδονὴν ᾐσθάνετο, εἰ μὴ μίαν καὶ μόνην. Πῶς, δηλαδή, νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπηρετήσῃ ἀνενόχλητος τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστην ἡμῶν, μιμούμενος τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰς χορείας τῶν Ὁσίων, ἵνα καὶ οὗτος καταταχθῇ μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν αἰώνιον μακαριότητα.
Οὕτω θεαρέστως διάγων καὶ τοιαῦτα διαλογιζόμενος ὁ Ὅσιος, νεανίας, τότε, μετὰ ζήλου δὲ θερμοῦ ἀναγιγνώσκων καὶ τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων, ἀπεφάσισε τέλος νὰ ἐγκαταλείψῃ γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ νὰ μεταβῇ εἰς Μοναστήριον, ὅπου ἐνδυόμενος τὸ Μοναχικὸν σχῆμα νὰ ἀφιερωθῇ ψυχῇ καὶ σώματι εἱς τὸν Θεὸν καὶ οὕτω νὰ κορέσῃ τὴν πνευματικὴν δίψαν τὴν ὁποίαν ᾐσθάνετο. Ὅθεν, μίαν τῶν ἡμερῶν, προσῆλθε πρὸς τοὺς φιλτάτους αὐτοῦ γονεῖς καὶ ἀφοῦ ἠσπάσθη τὴν δεξιὰν αὐτῶν, ἐζήτησε παρ’ αὐτῶν τὴν εὐλογίαν, παρακαλῶν τούτους μετὰ δακρύων νὰ συγκατατεθῶσι καὶ συνοδεύσωσιν αὐτὸν μὲ τὰς εὐχάς των εἰς τὸ νέον του στάδιον, τὸ Μοναχικόν, τὸ ὁποῖον ἐκ παιδὸς ἠγάπησεν, ὑποσχεθεὶς εἰς τὸν Θεὸν νὰ διέλθῃ τὸν βίον αὐτοῦ μονάζων.