Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα ὁ Ἅγιος καὶ ἄλλα περισσότερα, προσεκάλεσεν ὅλους τοὺς ἀνθοώπους, οἵτινες εὑρίσκοντο ἐντὸς τοῦ πλοίου, καὶ ὡμίλησε πρὸς αὐτούς, εἰπὼν ταῦτα· «Ἀνάγκη εἶναι εἰς ἡμᾶς, ἀδελφοί, νὰ παρακαλέσωμεν, ἐξ ὅλης ψυχῆς, τὸν Θεόν, νὰ μᾶς διαφυλάξῃ καὶ ἵνα μὴ ἀπολεσθῇ οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν, οἵτινες εὑρισκόμεθα ἐντὸς τοῦ πλοίου. Διότι μέλλει νὰ συμβῇ μεγάλη τρικυμία. Ἀλλὰ ἡσυχάζετε καὶ χαίρετε, διότι καμμία θλῖψις δὲν θέλει πλησιάσει εἰς οὐδένα ἐξ ὑμῶν». Κατόπιν εἶπεν εἰς ἐμέ· «Τέκνον Πολύβιε, ἐὰν ἐξέλθωμεν εἰς τὴν Κωνσταντίαν, ἑπτὰ ἡμέρας νὰ μείνῃς ἐκεῖ καὶ κατόπιν νὰ ὑπάγῃς εἰς Αἴγυπτον καὶ νὰ ἀνέλθῃς εἰς τὴν ἄνω Θηβαΐδα, ἵνα ποιμαίνῃς τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ πρόσεχε, τέκνον, νὰ μὴ πράξῃς ἄλλως. Διότι, ἐὰν παρακούσῃς τοὺς λόγους μου καὶ δὲν ὑπάγῃς, θέλεις ἀπολεσθῆ, ὅσα δὲ οἰκοδόμησες, ὅλα θέλουν ματαιωθῆ καὶ οὕτω θέλεις γίνει ἀχρεῖος ἔμπροσθεν ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὅμως ἀκούσῃς τοὺς ἰδικούς μου λόγους καὶ διαφυλάξῃς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν μὲ ἐπρόσταξεν Ἐκεῖνος νὰ εἴπω πρὸς σέ, θὰ εἶσαι εὐλογημένος παρ’ Αὐτοῦ καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου καὶ θὰ κερδίσῃς τὸν Παράδεισον». Ταῦτα δὲ εἰπὼν πρὸς ἐμέ, μὲ ἠσπάσθη.
Ἔπειτα εἶπεν εἰς τὸν Ἰσαάκ· «Καὶ σύ, τέκνον, νὰ μείνῃς εἰς τὴν Κωνσταντίαν, ἕως ὅτου προσταχθῇς νὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν χώραν τῶν Κιτιέων». Ἀφοῦ δὲ ἠσπάσθη καὶ αὐτόν, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ναύτας καὶ τοὺς εἶπε· «Μὴ φοβηθῆτε, τέκνα, ἀπὸ τὴν μεγάλην τρικυμίαν, ἡ ὁποία μέλλει νὰ ἐπακολουθήσῃ. Ἀλλὰ παρακαλέσατε τὸν Θεὸν καὶ Ἐκεῖνος θὰ σᾶς βοηθήσῃ». Εἶπεν ἀκόμη καὶ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ναύτας «Καὶ σὺ νὰ μὴ ἐνοχλῇς κανένα, διὰ νὰ μὴ ζημιωθῇς». Ἦτο δὲ τότε ἀπόγευμα, μία ὥρα πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ὅτε συνέβαινον ταῦτα.
Κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐξέσπασε σφοδρὰ τρικυμία καὶ ἐμαίνετο ἡ θάλασσα. Ὁ δὲ Ἅγιος εὑρίσκετο κεκλιμένος ἐντὸς τοῦ πλοίου, ἔχων ἁπλωμένας τὰς χεῖρας του, τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον ἐπὶ τοῦ στήθους αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοικτούς. Ὅμως φωνὴ αὐτοῦ δὲν ἠκούετο. Ἡμεῖς δὲ, ἐφοβήθημεν πολὺ καὶ ἐσυλλογιζόμεθα, ὅτι ό Ἅγιος προσηύχετο εἰς τὸν Θεὸν διὰ τὴν κατάπαυσιν τῆς τρικυμίας. Ἐκράτησε δὲ ἡ τρικυμία αὕτη δύο ἡμερονύκτια. Τὴν δὲ τρίτην ἡμέραν εἶπεν ὁ Ἅγιος πρὸς ἐμέ· «Τέκνον Πολύβιε, εἰπὲ εἰς τοὺς ναύτας νὰ ἀνάψουν ξύλα καὶ νὰ ἑτοιμάσουν κάρβουνα, τὰ ὁποῖα νὰ φέρῃς ἐδῶ». Ὡς δὲ ἐξετέλεσα τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἁγίου καὶ ἔβαλον θυμίαμα, εἶπεν· «Εὔξασθε, τέκνα». Ἀμέσως τότε προσηυχήθη.