Ἐδοκίμασε λοιπὸν νὰ εὕρῃ θεραπείαν ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσε. Παρ’ ὅλην της δὲ τὴν πτωχείαν ἐξώδευσεν ὑπὲρ τὰ διακόσια γρόσια, ἀλλ’ εἰς μάτην. Μάλιστα εἶπεν ὅτι, μίαν ἡμέραν, ἐνῷ εὑρίσκετο παρά τινι ἰατρῷ καὶ παρεκάλει τοῦτον νὰ κάμῃ ὅ,τι δυνηθῇ διὰ τὸ πάθος της, τὴν ὥραν ἐκείνη ἤμεσε τὸ αἷμα παρουσίᾳ του, καὶ ἐκεῖνος, ἰδὼν τὸ τόσον αἷμα, ἀνετριχίασε καὶ ἀπεμάκρυνε ταύτην, ἀπελπίσας ὡς ἐθεράπευτον. Ἐνῷ δὲ ὁ ἅγιος Μάρτυς εὑρίσκετο εἰς τὴν φυλακήν, συνεβούλευσαν αὐτὴν νὰ μεταβῇ καὶ πάρῃ ὅ,τι δυνηθῇ ἀπὸ ἐκεῖνον, ἴσως καὶ εὕρῃ βοήθειαν. Ἔκαμε λοιπὸν τρόπον διὰ νὰ πλησιάσῃ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη. Εὑρέθη ὅμως ἐκεῖ ὅταν συνώδευον τὸν ἅγιον Νεομάρτυρα πρὸς τὴν τελείωσιν καὶ ἡ πτωχὴ γυνὴ προσεπάθει, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴν αἱμορροοῦσαν, νὰ πλησιάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐγγίσῃ. Ὅμως καὶ πάλιν δὲν τὸ κατώρθωσε. Μάλιστα εἷς Τοῦρκος τὴν ἐκτύπησεν εἰς τὸν ὦμον μὲ τὴν λαβὴν τοῦ ξίφους τόσον δυνατά, ὥστε ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ᾐσθάνετο τὸν πόνον.
Εἰς τοιαύτην λοιπὸν κατάστασιν εὑρίσκετο ἡ δυστυχής, ὥστε ἐκ τῆς πολλῆς ἐξαντλήσεως ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ. Ὅμως ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ἀποτομὴν τοῦ Μάρτυρος, μαθοῦσα ὅτι ἐνεργεῖ θαύματα ἐξαίσια, ἐζήτησε καὶ αὐτὴ καὶ τῆς ἔδωσαν ὀλίγον ἀπὸ τὸ μαρτυρικόν του αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔρριψεν ἐντὸς ὕδατος διὰ νὰ τὸ πίῃ. Ἦτο δὲ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα ὅτε ἔμελλε νὰ ἐμέσῃ τὸ αἷμα, διότι ἐγνώριζε, λόγῳ τοῦ μακροῦ χρόνου καθ’ ὃν ἠσθένει, ὅτι ὅταν ἤρχιζε νὰ κινεῖται τὸ αἷμα, ἐκόπτοντο τὰ σπλάγχνα της ὡς διὰ ξυραφίου καὶ ᾐσθάνετο δριμυτάτους πόνους. Εἰς τοιαύτην ὥραν ἔπιε τὸ ἡγιασμένον ἐκεῖνο ὕδωρ καὶ τότε, ὦ τῆς ἐξαισίας δυνάμεως! Εὐθὺς ἠσθάνθη ὅτι ἡ ὁρμὴ τοῦ αἵματος ὑπεχώρησε καὶ ἡσύχασεν, ὡς νὰ ἐμάστιζε τὴν ὁρμὴν ταύτην δύναμις εἰσελθοῦσα ἔξωθεν. Καὶ ὄχι μόνον τὸ αἷμα δὲν ἤμεσεν, ἀλλὰ καὶ δύναμίν τινα ᾐσθάνθη εἰσελθοῦσαν ἐντὸς αὐτῆς καὶ διαπεράσασαν τὸ σῶμά της, εἰς τρόπον ὥστε ἐπλήρωσε καὶ μίαν ὑδρίαν δι’ ὕδατος καὶ μετέφερε ταύτην εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐνῷ, ὡς εἴπομεν, πρότερον μετὰ βίας ἐκινεῖτο. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲ ἡ γυνὴ ἐκείνη ἔμεινεν ὑγιαίνουσα καὶ καλῶς ἔχουσα.
Ἡ αὐτὴ γυνὴ εὑρίσκετο εἰς μεγάλην λύπην, διότι ἂν καὶ ἦτο νέα, θὰ ἔμενεν ἄγονος, ὡς ἔλεγον εἰς αὐτὴν αἱ γυναῖκες τοῦ χωρίου της. Ὅθεν ὁ καλὸς Μᾶρκος ἐφάνη μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον της μετὰ δύο μῆνας ἀπὸ τῆς θεραπείας της καὶ εἶπε: Μὴ λυπεῖσαι, γυνή, ἀλλὰ μᾶλλον χαῖρε, διότι θέλεις τεκνοποιήσει. Ἐξύπνησεν ἡ γυνὴ καὶ ἀμφιβάλλουσα μήπως ἦτο ἁπλῶς ὄνειρον, ἦλθεν εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ τὰς ἐκεῖ μαίας καὶ νὰ μάθῃ ἂν ἀληθῶς συμβαίνῃ νὰ εἶναι ἔγκυος.