Ἀληθῶς δὲ θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ! Διότι εὐθύς, ἡ μὲν ἀσθενὴς ἰατρεύθη καὶ ἐνεδυναμώθη τόσον, ὥστε τὴν ἄλλην ἠμέραν μετέβη καὶ ἔκαμνε ξένην ἐργασίαν, διότι τοῦτο εἶχεν ἐργόχειρον καὶ ἀπελάμβανε τὰ πρὸς τὸ ζῆν, τοῦ δὲ κωφοῦ παιδίου ἠνεῴχθη ἡ ἀκοὴ καὶ ἤκουε πλέον θαυμασίως.
Χριστιανή τις ἐκ Χίου, Αἰκατερίνη τὸ ὄνομα, ὕπανδρος, κατοικοῦσα εἰς τὴν Σμύρνην, συνέβη νὰ πάθῃ ἐκ παραφροσύνης καὶ μανίας δεινῆς. Ὅθεν ἠναγκάσθησαν νὰ στείλουν ταύτην εἰς τὴν πατρίδα της, μήπως τὴν ἐλεήσῃ ἡ ἁγία Ματρῶνα καὶ ἀποκαταστήσῃ εἰς τὰς φρένας της. Ἔμεινεν ὅθεν ἐκεῖ ἐπὶ πολὺν καιρὸν καὶ παρευρέθη καὶ εἰς τὴν ἱερὰν μνήμην τῆς ἁγίας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἁγία Ματρῶνα συνηθίζει νὰ θαυματουργῇ καὶ πολλοὺς νὰ θεραπεύῃ ἀπὸ διάφορα πάθη. Ὅμως ἡ Αἰκατερίνη μεταβολὴν δὲν ἐλάμβανεν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐχειροτέρευεν. Ὅθεν μὴ δυνάμενοι νὰ ὑποφέρουν τὰς ταραχὰς τῆς μανίας της, παρέλαβον ἐκεῖθεν καὶ ἔκλεισαν εἰς τὸ φρενοκομεῖον. Ἐκεῖ ἐφύλαττον ταύτην μὲ σίδηρα εἰς τὰς χεῖρας, διὰ νὰ μὴ φονεύσῃ τοὺς ἄλλους τρελλούς. Τόσον δεινὴ καὶ ἀγρία ἦτο ἡ μανία της, λέγουσι δέ, ὅτι τόσον φοβερὰ εἰς οὐδένα ἄλλον ἐφάνη. Διότι ἐνίοτε ἐμετριάζετο τὸ πάθος καὶ ἐφαίνετο ὅτι ἡ ἀσθένειά της ἐβελτιοῦτο. Ἡ καλλιτέρευσίς της δὲ ἦτο, ὅτι τὴν ἡμέρωνον ὀλίγον καὶ δὲν ἔδερνεν οὔτε ἐξέσχιζε καὶ τότε τὴν ἔλυον ἀπὸ τὰ σίδηρα. Ἀλλὰ πάλιν οἱ λόγοι της ἦσαν μωροὶ καὶ αἱ πράξεις της ἀκαταλόγιστοι, μέχρι σημείου ὥστε νὰ αἰσχύνεταί τις, προκειμένου νὰ τὰ διηγηθῇ. Κατόπιν πάλιν ἀποτόμως ἐκυρίευεν αὐτὴν ἐκείνη ἡ κακὴ μανία ὡς φοβερὰ τρικυμία καὶ ἐκτύπα καὶ ἐξέσχιζε διὰ τῶν ὀνύχων της ὅποιον εὕρισκε καὶ μὲ πολὺν κόπον καὶ μεγάλην δυσκολίαν τὴν ἔδενον ἀπ’ ἀρχῆς εἰς τὰ σίδηρα.
Οὕτως ἔζη ἡ δυστυχὴς ἐκείνη, ἀπὸ τοῦ Ὀκτωβρίου, ἕως εἰς τὰς ἑπτὰ τοῦ Ἰουνίου. Τότε ἔδωκαν φαγητὸν εἰς τοὺς τρελλοὺς καὶ ἐπῆγε νὰ πάρῃ τὰ πινάκια εἷς ξένος Μοναχός, Μητροφάνης τὸ ὄνομα, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο ἐκεῖ διὰ θεραπείαν τινὸς ἰδικοῦ του πάθους. Ἐκεῖ δέ, ὅτε ὁ Μοναχὸς ἔσκυψε διὰ νὰ λάβῃ τὰ πινάκια, ἔπεσεν ἀπὸ τὸν κόρφον του ἓν χαρτίον διπλωμένον· εἶδε τοῦτο τὶ Αἰκατερίνη, περὶ τῆς ὁποίας εἶναι ὁ λόγος καὶ λέγει: Γέροντα, τί εἶναι αὐτὸ ὅπου σοῦ ἔπεσε; μήπως εἶναι κανὲν φλωρί; Ὄχι, τῆς ἀπεκρίθη ὁ Μητροφάνης, δὲν εἶναι φλωρί, ἀλλ’ εἶναι ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ νέου Ἁγίου, ὅπου ἐμαρτύρησε. Δὸς μοί το, λέγει, νὰ τὸ πιάσω καὶ νὰ τὸ ἀσπασθῶ.