Ἀκούσασα δὲ ἡ Φεβρωνία τὴν φωνὴν τῆς Ἱερείας, παρεκάλεσε τοὺς στρατιώτας νὰ τὴν περιχύσουν μὲ νερὸν εἰς τὸ πρόσωπον. Ὅταν δὲ τοῦτο ἐποίησαν, συνῆλθεν ἡ Φεβρωνία καὶ ἐζήτησε νὰ ἴδῃ τὴν Ἱερείαν· ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν ἠθέλησε, ἀλλὰ τὴν ἐξήταζε πάλιν ὁ ἀλιτήριος λέγων. «Πῶς σοῦ φαίνεται ἡ πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «ἐγνώρισες μὲ τὴν πρώτην δοκιμήν, ὅτι, τοῦ Χριστοῦ βοηθοῦντος μοι, ἔμεινα ἀνίκητος καὶ καταφρονῶ τὰς βασάνους σου». Τότε πάλιν εἶπεν ὁ τύραννος· «κρεμάσατέ την εἰς τὸ ξύλον, καὶ ξεσχίσατε δυνατὰ τὰς πλευράς της μὲ σιδηροῦς ὄνυχας, ἔπειτα καταφλέξατε τὰ ξεσχισμένα μέλη της ἕως τὰ ὀστᾶ αὐτῆς».
Τοσοῦτον λοιπὸν ἐξέσχισαν τὴν Ἁγίαν ὥστε ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν αἱ σάρκες της καὶ τὸ αἷμά της ἔρρεε ποταμηδόν. Ἔπειτα φέροντες τὸ πῦρ κατέκαιον τὰ σπλάγχνα της. Ἡ δέ, ἀτενίσασα εἰς τὸν οὐρανόν, ἔλεγεν. «Ἐλθὲ εἰς τὴν βοήθειάν μοι, Κύριε, καὶ μὴ μὲ παρίδῃς τὴν δούλην σου». Ταῦτα εἰποῦσα ἐσιώπησε, διότι ἐκαίετο ὑπὸ τοῦ πυρός. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς παρεστῶτας ἔφυγον διὰ τὴν πολλὴν τοῦ ἡγεμόνος ὠμότητα, οἱ δὲ ἐπίλοιποι τὸν παρεκάλουν νὰ τὴν ἀποσύρουν ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ ἐπήκουσεν· εἶπε δηλαδὴ καὶ ἔσβυσαν τὴν φωτιάν, ἀλλὰ τὴν ἄφησαν ἀκόμη κρεμασμένην καὶ τὴν ἠρώτα, ἐκείνη ὅμως δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκριθῇ. Ὅθεν καταβιβάσαντες αὐτὴν τὴν ἔδεσαν εἰς τὸν πάσσαλον, καὶ προσκαλέσας ἰατρὸν ὁ τύραννος τὸν ἐπρόσταξε νὰ κόψῃ τὴν γλῶσσάν της νὰ τὴν καύσουν, διότι δὲν τοῦ ἀπεκρίθη. Ἡ δὲ Ἁγία ἐξέβαλεν εὐθὺς τὴν εὔλαλον γλῶσσάν της, καὶ ἔνευσε τοῦ ἰατροῦ νὰ τὴν κόψῃ κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ τυράννου. Καὶ ἔλαβεν ὁ ἰατρὸς τὸν σίδηρον νὰ τὴν κόψῃ, ἀλλὰ ὁ λαὸς ἐφώναξαν, δεόμενοι τοῦ ἡγεμόνος νὰ τοὺς κάμῃ τὴν χάριν ταύτην, νὰ τὴν ἀφήσῃ διὰ τὴν ὥραν. Ὁ δὲ ἀνήμερος ἐπρόσταξε νὰ ἀφήσουν τὴν γλῶσσαν καὶ νὰ ἀνασπάσουν τοὺς ὀδόντας της. Ἤρχισεν λοιπὸν ὁ ἰατρὸς νὰ ἐκριζώνῃ τοὺς ὀδόντας καὶ ὅταν ἐξερρίζωσε τοὺς δεκαεπτά, ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὴν αἱμορραγίαν ὠλιγοψύχησεν ἡ Ἁγία καὶ προστάσσει τὸν ἰατρὸν ὁ τύραννος νὰ παύσῃ, τῆς ἔδωκε δὲ βότανον θεραπευτικὸν διὰ νὰ σταματήσῃ ἡ ρῦσις τοῦ αἵματος.