Τότε ἡ Ἡγουμένη βλέπουσα τὴν γύμνωσιν τοῦ μοναστηρίου εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς κλαίουσα. Ἡ δὲ Θωμαΐς τὴν ἐπαρηγόρει νὰ ἔχῃ ὑπομονὴν καὶ ὁ Κύριος θέλει βοηθήσει ὡς παντοδύναμος. Λέγει ἡ Βρυένη· δὲν λυποῦμαι διὰ τὸν ἑαυτόν μας· μόνον διὰ τὴν Φεβρωνίαν πικραίνομαι, καὶ δὲν ἠξεύρω ποῦ νὰ τὴν κρύψω, μὴ τύχῃ καὶ τὴν βιάσουν οἱ μισόχριστοι Ἕλληνες. Ἡ δὲ Φεβρωνία, ἀκούσασα τὸν θρόνον τῆς Ἡγουμένης, ἠρώτησε τὴν Θωμαΐδα διατί ἔκλαιε. Λέγει ἐκείνη. «Διὰ σὲ φοβούμεθα, μὴ σὲ εὕρῃ ψυχική τις βλάβη ἢ συμφορά, καὶ προσεύχου εἰς τὸν Κύριον, ὅτι ἐὰν ἔλθουν οἱ στρατιῶται τοῦ τυράννου νὰ μᾶς πάρουν εἰς τὸ κριτήριον, ἡμᾶς ὅπου ἐγηράσαμεν θὰ θανατώσωσιν, ἀλλὰ σὲ, ὡς περικαλλῆ νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ἵνα σὲ ἐξαπατήσουν μὲ κολακείας καὶ πανουργίας νὰ φθείρουν τὴν παρθενίαν σου, ἢ νὰ σὲ δυναστεύσουν μὲ ἀπειλὰς καὶ κολαστήρια νὰ προδώσῃς καὶ τὴν εὐσὲβειαν. Ὅμως πρόσεχε διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ οὐρανίου Νυμφίου σου, μὴ πλανηθῇς μὲ χρυσὸν ἢ ἄργυρον ἢ διὰ πολύτιμα ἱμάτια καὶ ἄλλα ρευστὰ καὶ μάταια πράγματα, νὰ προδώσῃς τὴν τιμὴν ἢ τὴν εὐσέβειαν, καὶ ζημιωθῇς τὸν μισθὸν τῶν ἀγώνων σου, γενομένη παίγνιον τῶν δαιμόνων· ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν παρθενίαν ἄλλο τιμιώτερον, τῆς ὁποίας ὁ μισθὸς εἶναι πολὺς καὶ ἀμέτρητος ἡ ἀνταπόδοσις. Ὁ δὲ οὐράνιος Νυμφίος χαρίζει εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ποθήσουν καὶ δὲν μολυνθῶσιν, ἀθανασίαν αἰώνιον. Λοιπὸν φυλάγου νὰ μὴ ἀθετήσῃς τοὺς ἀρραβῶνας καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ὅπου ἔδωκες· ὅτι φοβερὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἕκαστος ἀπολαμβάνῃ κατὰ τὰ ἔργα του».
Ταῦτα ἡ Φεβρωνία ἀκούσασα, ἀπεκρίθη. «Καλὰ ἔκαμες νὰ μὲ νουθετήσῃς, ὅτι μὲ τοιαῦτα ψυχωφελῆ παραγγέλματα μὲ ἐστερέωσες καλύτερα. Πλὴν ἐὰν ἤθελα, ἔφευγα καὶ ἐγὼ μὲ τὰς ἄλλας· ἀλλ’ ἐπειδὴ ποθῶ νὰ ἀποθάνω διὰ τὸν Δεσπότην μου, ἐὰν μὲ ἀξιώσῃ ἡ χάρις Του, δι’ αὐτὸ παρέμεινα». Ὅταν ἤκουσε ταῦτα ἡ Βρυένη, ἤρχισε καὶ αὐτὴ νὰ τὴν νουθετῇ οὕτω λέγουσα. «Ἐνθυμήσου, τέκνον μου, πῶς σὲ ἐπῆρα ἀπὸ τὴν τροφόν σου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη δύο χρόνων, σὲ ἀνέθρεψα, σοῦ ἔμαθα τὰ γράμματα καὶ σὲ ἐφύλαξα ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ ἕως σήμερον. Παρακαλῶ σε λοιπόν, νὰ μὴ ἀφήσῃς νὰ σὲ μολύνωσι, νὰ ζημιωθῇς ὅλους τοὺς κόπους σου.