Τῇ ΚΕ’ (25ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ.

Τὸν καιρόν, ἐκεῖνον ἦλθεν εἰς ἐκείνην τὴν χώραν ὁ Σελῆνος μὲ τὸν Λυσίμαχον. Ὅθεν ὅλοι οἱ χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοὶ καὶ Μοναχοί, ἄφηνον τὰ κελλία των καὶ ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ σπήλαια, ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, καὶ ἐκρύπτοντο διὰ τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον. Τοῦτο καὶ αἱ Μοναχαὶ τῆς Μονῆς ἐκείνης ἀκούσασαι, ἠρώτησαν τὴν Ἡγουμὲνην, ἐὰν ἤθελε νὰ τὰς συγχωρήσῃ νὰ ἀναχωρήσωσιν ὀλίγον, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ κίνδυνος. Ἡ δὲ σοφωτάτη Βρυένη οὕτω φρονίμως αὐταῖς ἀπεκρίνατο. «Ἀκόμη τὸν πόλεμον δὲν εἴδετε καὶ ἐδειλιάσατε; Μή, τέκνα μου, σᾶς παρακαλῶ· ἀλλ’ ἂς ἀποθάνωμεν διὰ τὸν Χριστόν, διὰ νὰ συζήσωμεν Αὐτῷ αἰωνίως». Ταῦτα ἀκούσασαι αἱ ἀδελφαί, τότε μὲν ἐσιώπησαν· τῇ δὲ ἐπαύριον μία ἀπὸ αὐτάς, Αἰθερία ὀνόματι, εἶπεν εἰς τὰς ἄλλας. Διὰ τὴν Φεβρωνίαν δὲν μᾶς συγχωρεῖ ἡ Ἡγουμένη νὰ φύγωμεν καὶ διὰ νὰ μὴ χάσῃ ἐκείνην θέλει νὰ ἀπολεσθῶμεν ὅλαι.

Προσῆλθον λοιπὸν ὅλαι εἰς τὴν προεστῶσαν λέγουσαι. «Συγχώρησόν μας νὰ κρυβῶμεν, ὅτι δὲν εἴμεθα ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον καλύτεραι. Ἠξεύρεις ὅτι εἶναι ἐδῶ κορασίδες τινές, καὶ κινδυνεύουν πρῶτον μὲν νὰ τὰς μιάνουν οἱ στρατιῶται, δεύτερον δὲ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ὑπομείνωμεν τὰ κολαστήρια, καὶ θέλομεν ὑστερηθῆ, αἱ τάλαιναι, καὶ τὸν μισθὸν τῆς ἀσκήσεως. Λοιπόν, ἐὰν ὁρίζῃς, ἂς πάρωμεν καὶ τὴν Φεβρωνίαν, νὰ κρυβῶμεν εἴς τινα τόπον». Ἡ δὲ Φεβρωνία ἀπεκρίνατο. «Ζῇ Κύριος ὁ Χριστός μου, τὸν ὁποῖον ἐνυμφεύθην καὶ τοῦ ἀφιέρωσα τὴν ψυχήν μου. Δὲν ἐξέρχομαι ἀπὸ τὸν τόπον τοῦτον, ἀλλ’ ἐδῶ θὰ ἀποθάνω καὶ θὰ ἐνταφιασθῶ διὰ τὸν Δεσπότην μου». Ἡ δὲ Ἡγουμένη εἶπεν αὐταῖς. «Κάθε μία ἠξεύρει τὸ συμφέρον της, καὶ κάμετε ὅπως θέλετε». Τότε μία πρὸς μίαν ἐχαιρέτα τὴν προεστῶσαν καὶ τὴν Φεβρωνίαν καὶ ἀπήρχοντο. Ἡ δὲ Πρόκλα, τῆς Φεβρωνίας ἡ σύντροφος, ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλον αὐτῆς λέγουσα. Εὖξαι δι’ ἐμέ, κυρία μου. Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο. Φοβήθητι τὸν Θεὸν κἂν σύ, καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς μόνην, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν εἶμαι ἀκόμη ἀδύνατη, μὴ μοῦ τύχῃ θάνατος, καὶ δὲν δύναται ἡ Ἡγουμένη οὔτε κἂν νὰ ἐνταφιάσῃ τὸ σῶμά μου. Ἡ δὲ Πρόκλα ἔστερξε νὰ μείνῃ διὰ τὴν ἀγάπην της· ἀλλὰ πάλιν ὕστερον ἐδειλίασε καὶ ἔφυγε τὴν νύκτα κρυφίως.