Εἷς ὅμως ἀπὸ τοὺς κακίστους ἐκείνους στρατιώτας ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Σελῆνον, λέγων· εὑρήκαμεν εἰς τὸ Μοναστήριον νεάνιδα, ἥτις ὄντως εἶναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθεὶς ὁ Σελῆνος ἔστειλε στρατιώτας νὰ φέρουν τὴν νέαν εἰς τὸ κριτήριον. Ἀπελθόντες λοιπὸν ἥρπασαν αὐτὴν ὡς ἄγρια θηρία, τὴν ἔδεσαν ἀπὸ τὸν λαιμόν, καὶ τὴν ἔσυρον. Ἡ δὲ ἡγουμένη καὶ ἡ Θωμαῒς ἤθελον νὰ ὑπάγουν μετ’ αὐτῆς διὰ νὰ τὴν νουθετῶσιν, ἀλλὰ οἱ στρατιῶται δὲν ἐπέτρεψαν. Ὅθεν παρεκάλεσαν αὐτούς, νὰ τὰς ἀφήσουν νὰ κάμουν προσευχὴν πρὸς Κύριον. Καὶ ἀπελθοῦσαι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἶπον εἰς τὴν Φεβρωνίαν ταῦτα, διὰ νὰ τὴν στερεώσουν καλύτερα. «Ἰδού, ἤδη πορεύεσαι εἰς τὸν ἀγῶνα, νύμφη τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, ὅστις στέκεται ἀοράτως καὶ σὲ φυλάττει, καὶ οἱ Ἄγγελοι κρατοῦσι τῆς νίκης τὸν στέφανον. Λοιπὸν μὴ φοβηθῇς τὰς βασάνους, μὴ λυπηθῇς τὸ φθειρόμενον σῶμά σου, τὸ ὁποῖον γίνεται αὔριον εἰς τὸν τάφον ἄχρηστον καὶ εἰς βρῶμα τῶν σκωλήκων μετατρέπεται· ἀλλὰ παράδωσέ το εἰς μάστιγας καὶ κολαστήρια διὰ τὸν Κύριον, διὰ νὰ ζήσῃς μετ’ αὐτοῦ αἰωνίως εἰς τὸν Παράδεισον. Ἰδοὺ ἡμεῖς μένομεν ἐδῶ, ἀλλὰ δὲν θὰ παύσωμεν προσευχόμεναι πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ σοῦ, ἵνα σὲ ἐνδυναμώσῃ νὰ τελειώσῃς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως». Ἡ δὲ Ὁσία ἀπεκρίθη λέγουσα. «Ἐλπίζω εἰς τὸν Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, νὰ σᾶς κάμω καὶ εἰς τοῦτο ὑπακοήν, καθὼς δὲν σᾶς παρήκουσα εἰς καμμίαν ἐντολὴν οὐδέποτε καὶ ἔχω τὸ θάρρος μου εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἀειπάρθενον Θεοτόκον, νὰ δείξω ἀνδρεῖον καὶ γενναῖον φρόνημα, ὥστε νὰ μὲ ἴδωσιν οἱ λαοὶ καὶ νὰ θαυμάσωσι, λέγοντες. Ἀληθῶς αὐτὴ ἡ Φυτεία εἶναι τῆς μεγάλης Βρυένης ἀνάθρεμμα. Λοιπὸν ἀφῆτε με νὰ ὑπάγω καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἐμοῦ». Λέγει ἡ Θωμαΐς. «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, ἔρχομαι καὶ ἐγὼ μὲ ἀνδρικὰ φορέματα, διὰ νὰ βλέπω τοὺς ἀγῶνάς σου».
Ἰδοῦσα τότε ἡ Βρυένη τοὺς στρατιώτας ὅτι ἐβιάζοντο, ὕψωσε τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανὸν λέγουσα. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὅστις ἐφάνης πρὸς τὴν δούλην σου Θέκλαν μὲ τὸ σχῆμα τοῦ Παύλου καὶ τὴν ἐνεθάρρυνες, οὕτω παραστάσου καὶ φάνηθι καὶ εἰς ταύτην τὴν ταπεινήν, τὴν ὥραν τοῦ ἀγῶνος αὐτῆς καὶ δὸς αὐτῇ βοήθειαν». Ταῦτα εἰποῦσα τὴν ἐνηγκαλίσθη, τὴν ἠσπάσθη καὶ τὴν ἀπεχαιρέτησε κλαίουσα. Οἱ δὲ στρατιῶται ἐπῆραν τὴν Ἁγίαν, τὴν ὁποίαν ἠκολούθει κατόπιν ἡ Θωμαΐς μὲ ἀνδρικὰ φορέματα.