Ἀλλὰ καὶ ἄλλαι γυναῖκες πολλαὶ κοσμικαὶ (αἱ ὁποῖαι ἐπήγαιναν εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ τὰς ἐδίδασκεν) ἠκολούθησαν τότε, διὰ νὰ ἴδουν τοὺς ἀγῶνας τῆς Ἁγίας καὶ ἔτυπτον τὰ στήθη, ὀδυνηρῶς κλαίουσαι. Ὁμοίως καὶ ἡ συγκλητικὴ Ἱερεία, ὡς τὸ ἔμαθεν, ἔκλαιεν εἰς τὸν οἶκόν της καὶ ἔλεγε πρὸς τοὺς γονεῖς της κλαίουσα. Ἡ ἀδελφή μου καὶ διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται καὶ ἐγὼ κάθημαι μὲ ἄνεσιν; Ταῦτα λέγουσα κατέπεισε τοὺς γονεῖς νὰ τὴν ἀφήσουν, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ θέατρον. Ὅθεν παρέλαβεν ὡς συνοδοὺς τινὰς ἀπὸ τὰς δούλας της καὶ μετέβη εἰς τὸ θέατρον δακρύουσα.
Ἀφοῦ συνήχθη λοιπὸν πλῆθος πολὺ εἰς τὸ θέατρον, ἔφεραν τὴν Ἁγίαν, ὅλοι δὲ ὡς εἶδον αὐτὴν τὴν ἐσυμπόνεσαν. Ὁ δὲ ἡγεμὼν τὴν ἠρώτησε, λέγων. «Ἐγὼ εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου νὰ μὴ σοῦ ὁμιλήσω παντελῶς, ἀλλὰ τὸ κάλλος σου καὶ ἡ εὐγένεια τοῦ προσώπου σου κατὲπαυσαν τὴν πολλήν μου ἀγανάκτησιν. Λοιπὸν ὄχι ὡς κατάκριτον σὲ ἐρωτῶ, ἀλλ’ ὡς τέκνον μου ἀγαπητὸν νουθετῶ, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ ἀκούσῃς τὸν λόγον μου. Μὰ τοὺς θεούς, ἠρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν καὶ ὡραίαν κόρην τοῦ κυρίου μου Λυσιμάχου, ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου Ἄνθιμος, ὁ πατὴρ ἐκείνου· πλὴν σήμερον στέργω νὰ λύσω ἐκεῖνον τὸν ἀρραβῶνα, ἵνα λάβῃς σὺ τοῦτον ὡς σύζυγον, ὅστις εἶναι ὁ περικαλλὴς καὶ ὡραιότατος οὗτος νεανίας ὁ συγκάθεδρος μου. Καὶ μὴ φοβηθῇς ἐὰν εἶσαι πτωχὴ καὶ ἄπορος ἀπὸ χρήματα, ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω τέκνα καὶ σᾶς χαρίζω ὅλον τὸν πλοῦτόν μου, διὰ νὰ μὲ ἔχετε ὡς πατέρα, νὰ ἔχῃς δόξαν ἀμέτρητον, νὰ σὲ μακαρίζουν αἱ γυναῖκες ὅλαι, καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτὸς θὰ σᾶς δώσῃ δῶρα ἀναρίθμητα, ὅστις ὑπεσχέθη νὰ κάμῃ Ἔπαρχον τὸν Λυσίμαχον, δὲν ὑπάρχει δὲ ἄλλη ἀξία ἀπὸ ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπὸν δός μου καλὴν ἀπόκρισιν νὰ χαροποιήσῃς τὴν ψυχήν μου. Διότι ἐὰν δὲν κάμῃς τὸν λόγον μου, τρεῖς ὥρας δὲν σὲ ἀφήνω νὰ ζήσῃς εἰς τοῦτον τὸν κόσμον». Τοῦ λέγει ἡ Φεβρωνία. «Ἐγὼ ἔχω εἰς τοὺς οὐρανοὺς παστάδα ἀχειροποίητον, νυμφῶνα ἀκατάλυτον, προῖκα τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ Νυμφίον ἀθάνατον· ὅθεν δὲν δύναμαι νὰ συνοικήσω μὲ ἄνθρωπον. Λοιπὸν μὴ πλανᾶσαι, οὔτε νὰ κοπιάζῃς μὲ κολακείας καὶ ἀπειλὰς νὰ μὲ δοκιμάζῃς, ὅτι δὲν θέλεις μὲ νικήσει οὐδέποτε».