Τῇ ΚΕ’ (25ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἄδικος δικαστὴς ἐθυμώθη, καὶ ἐπρόσταξε νὰ τὴν δέσουν καὶ αὐτὴν ὡς κατάδικον, ἵνα τὴν παιδεύσῃ, διότι τὸν ὕβρισεν. Ἐκείνη δὲ εἰσήρχετο εἰς τὸ στάδιον χαίρουσα καὶ ἔλεγε· «Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι καὶ ἐμὲ τὴν ταπεινὴν μετὰ τῆς κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οἱ φίλοι τοῦ Σελήνου τὸν συνεβούλευσαν νὰ μὴ κακοποιήσῃ δημοσίᾳ τὴν Ἱερείαν, ἐπειδὴ ὅλον τὸ πλῆθος μαρτυρεῖ μετ’ αὐτῆς, καὶ ὅλη ἡ πόλις ἀπολεῖται.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ τύραννος δὲν ἐτόλμησε νὰ πράξῃ εἰς αὐτὴν ἄλλο τίποτε καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἐκδικηθῇ κατ’ αὐτῆς διὰ τὴν ἄνωθεν αἰτίαν, ἐπρόσταξε νὰ κόψουν τὰς χεῖρας τῆς Φεβρωνίας καὶ τὸν ἕνα πόδα διὰ τὸ πεῖσμα τῆς Ἱερείας. Ἔκοψαν λοιπὸν καὶ τὰς δύο χεῖρας τῆς Μάρτυρος. Ὅταν δὲ ἔκοπτε τὸν πόδα ὁ δήμιος ἀπὸ τὸν ἀστράγαλον, δὲν ἐπέτυχεν ὁ πέλεκυς τὴν ἄρθρωσιν καὶ τὴν ἐκτύπησε τρεῖς φοράς, ἕως ὅτου νὰ τὸν κόψῃ ὁ ἄσπλαγχνος· ὅθεν ὅλον τὸ σῶμα τῆς μακαρίας συνεκλονίσθη ἀπὸ τὸν πόνον. Καὶ ἐπειδὴ ᾐσθάνετο μεγάλους πόνους καὶ ἄρρητον κάκωσιν, ἥπλωσε καὶ τὸν ἄλλον πόδα, καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὸ ξύλον νὰ τὸν κόψῃ καὶ αὐτόν, διὰ νὰ ξεψυχήσῃ καὶ νὰ μὴ βασανίζεται. Τοῦτο βλέπων ὁ ἄδικος δικαστής, ἐσκληρύνθη περισσότερον, λέγων. Βλέπετε πόσην δύναμιν ἔχει αὐτὴ ἡ ἀναίσχυντος; Ἔπειτα εἷπε πρὸς τὸν δήμιον· «Κόψε τον καὶ αὐτόν». Ὅταν ἔκοψαν καὶ τὸν ἄλλον πόδα, εἶπε πρὸς τὸν Σελῆνον ὁ Λυσίμαχος. «Ἂς ὑπάγωμεν νὰ γευματίσωμεν, καὶ ἄφες αὐτὴν τὴν ταλαίπωρον, ἐπειδὴ τόσας κολάσεις τῆς ἔδωκες». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο. «Δὲν πηγαίνω, μὰ τοὺς θεούς, ἕως νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμά της». Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔκαμαν ὥραν πολλήν, καὶ ἐψυχορράγει πλέον ἡ Ἁγία, ἠρώτησε τοὺς δημίους λέγων· «ἀκόμη ζῇ αὐτὴ ἡ τρισκατάρατος;». Οἱ δὲ εἶπον· «ναί». Τότε προστάσσει ὁ δυσσεβέστατος νὰ κόψουν τὴν ἁγίαν της κεφαλήν. Λαβὼν λοιπὸν τὴν σπάθην ὁ δήμιος καὶ κρατήσας ἀπὸ τὴν κόμην τὴν Ἁγίαν, ἔκοψε τὴν τιμίαν της κεφαλὴν τῇ κε’ τοῦ Ἰουνίου.

Ἀφοῦ ὁ παράνομος τύραννος ἐτελείωσε τὸ θέλημά του ὑπῆγε νὰ φάγῃ· ὁ δὲ Λυσίμαχος ἔμεινε μέσα περίλυπος, καὶ ἔχυνε δάκρυα ἀπὸ καρδίας διὰ τὴν Μάρτυρα, τὴν ὁποίαν δὲν ἀφῆκε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἁρπάσουν (οἱ ὁποῖοι διηγκωνίζοντο ἵνα διαμοιρασθῶσι τὸ τίμιον λείψανον), ἀλλὰ ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας νὰ τὸ φρουροῦν, διὰ νὰ τῆς κάμῃ πολλὴν τιμήν, νὰ τὴν ἐνταφιάσῃ σώαν καὶ ἀνελλιπῆ εἰς τὸ ἅγιον αὐτῆς Μοναστήριον.