Τὸ πρωΐ, ὅταν ἐτελείωσαν τὴν Ἀκολουθίαν, ἐπῆγαν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι εἰς τὸ Μοναστήριον, νὰ ζητήσουν τὸ ἅγιον λείψανον τῆς Ἁγίας, ἵνα τὸ φέρουν εἰς τὸν νέον Ναόν, τὸν ὁποῖον τῆς ἔκτισαν. Ἡ δὲ Ἡγουμὲνη καὶ ὅλαι αἱ ἀδελφαί, ὡς ἤκουσαν ταῦτα, ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας τῶν Ἐπισκόπων μετὰ δακρύων λέγουσαι. «Ἐλεήσατέ μας διὰ τὸν Κύριον, καὶ μὴ μᾶς ὑστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας καὶ παρακλήσεως, νὰ μᾶς πάρετε τὸν θησαυρόν μας». Τότε λέγει πρὸς τὴν Βρυένην ὁ Ἐπίσκοπος. «Ἄκουσον, ἀδελφή. Σὺ ἠξεύρεις καλὰ πόσον ἐσπούδασα καὶ ἐβασανίσθην ἓξ χρόνους ἕως σήμερον μὲ πολύν μου κόπον καὶ ἔξοδον, εἰς δόξαν τῆς Ἁγίας Μάρτυρος. Λοιπὸν μὴ θελήσῃς νὰ μείνῃ ὁ κόπος μου ἄκαρπος». Ἡ δὲ Ἡγουμένη ἀπεκρίνατο. «Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἔργον ἀρέσῃ τῆς Ἁγίας καὶ τῆς ἁγιωσύνης σας, τίς εἶμαι ἐγὼ νὰ τὸ ἐμποδίσω; ὑπάγετε λοιπὸν καὶ σηκώσατέ την, ἐὰν εἶναι Θεοῦ θέλημα».
Τότε ἐπῆγαν οἱ Ἀρχιερεῖς εἰς τὸν τάφον τῆς Μάρτυρος, καὶ ἀνεγίνωσκον τὰς εὐχὰς νὰ σηκώσουν τὸ γλωσσόκομον. Ἡ δὲ Ἱερεία ἐφώναζε λέγουσα. «Οὐαὶ εἰς ἡμᾶς τὰς ταλαιπώρους, τί ὀρφανία καὶ θλῖψις μᾶς ἔρχεται σήμερον, νὰ προδώσωμεν τὸν μαργαρίτην μας. Τί κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; διὰ τὴν Φεβρωνίαν ἀπηρνήθην τὸν κόσμον ὅλον καὶ κατέφυγα εἰς τὰς χεῖράς σας, καὶ τώρα νὰ ὑστερηθῶ τὴν ἐμὴν ἀγαλλίασιν;». Λέγει ἡ Βρυένη. «Τί θλίβεσαι, τέκνον μου; Ἐὰν ἀρέσῃ τῆς Ὁσίας, ὑπάγει· εἰ δὲ καὶ δὲν εἶναι Θεοῦ θέλημα, δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταφέρωσιν». Ὅταν δὲ ἐπλήρωσαν τὴν εὐχὴν οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἥπλωσαν τὰς χεῖρας νὰ σηκώσουν τὸ ἅγιον λείψανον, γίνεται εὐθὺς εἰς τὸν ἀέρα βροντὴ μεγάλη καὶ φοβερὰ τόσον, ὥστε ἔπεσαν κατὰ γῆς ὅλοι ἔντρομοι. Καὶ πάλιν ὅταν ἐπέρασεν ὀλίγη ὥρα καὶ συνῆλθον ἀπὸ τὸν φόβον, ἐξαναδοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν· ὅτι τοσοῦτον μέγας καὶ φοβερὸς σεισμὸς ἔγινεν, ὥστε ἐφαίνετο ὅτι ἤθελε νὰ πέσῃ ὅλη ἡ πόλις.
Τότε ἐγνώρισαν ὅλοι, ὅτι δὲν ἤθελεν ἡ Ἁγία νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον. Ὅθεν αἱ μὲν ἀδελφαὶ τῆς Μονῆς ἐχάρησαν, οἱ δὲ πολῖται ἐλυπήθησαν καὶ μάλιστα ὁ εὐλαβὴς Ἐπίσκοπος, οἵτινες παρεκάλεσαν τὴν Ἡγουμένην νὰ τοὺς δώσῃ κἂν ἕνα μέλος ἀπὸ τὸ ἅγιον λείψανον. Τότε ἡ Βρυένη ἤνοιξε τὸ γλωσσόκομον καὶ ἐξῆλθε λάμψις ὁμοία μὲ ἀκτῖνα ἡλίου καὶ ἀστραπὴ πυρὸς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν.