Ὁ δὲ Λυσίμαχος ἐλυπεῖτο πικρῶς διὰ ταῦτα, διότι ἡ μητέρα του ἦτο Χριστιανὴ καὶ τὸν εἶχε διδάξει τὴν πίστιν μας. Ὅθεν μίαν νύκτα εἶπε πρὸς τὸν Πρῖμον ὁ Λυσίμαχος. «Ἠξεύρεις καλὰ ὅτι ἡ μήτηρ μου ἦτο Χριστιανή, καὶ ἐφρόντιζε πολὺ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ εἰς τὸν Χριστόν, ἐγὼ δὲ διὰ τὸν φόβον τοῦ πατρός μου καὶ τοῦ βασιλέως δὲν ἠθέλησα νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστιν μας. Πλὴν ἔχω ἐντολὴν ἀπὸ τὴν μητέρα μου, νὰ μὴ θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα καὶ φίλος Χριστοῦ μὲ ἠνάγκαζε νὰ γίνω. Ὅθεν βλέπων τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους θανατώνει ὁ θεῖός μου, πονεῖ ἡ ψυχή μου· καὶ ὅσους φυλακίζει, θέλω νὰ τοὺς ἀφήσω νὰ φεύγωσι». Ταύτην τὴν παραγγελίαν ἔχων ὁ Πρῖμος ἀπὸ τὸν Λυσίμαχον, δὲν ἐφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, ἀλλὰ ἔδιδεν εἴδησιν εἰς τὰ Μοναστήρια νὰ κρύπτωνται, διὰ νὰ μὴ τοὺς εὑρίσκουν εὔκολα οἱ διῶκται.
Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὴν χώραν ἐκείνην ἕνα γυναικεῖον Μοναστήριον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀσκητρίας πεντήκοντα, καὶ εἶχον ἡγουμένην μίαν ἐνάρετον, Βρυένην ὀνόματι, ἥτις ἦτο τῆς Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, τῆς ὁποίας τὰς ἀρετὰς καὶ τὸν κανόνα ἀόκνως ἐφύλαττεν. Ὅθεν εἶχον καλὰς τάξεις εἰς ἐκεῖνο τὸ Μοναστήριον, ἤτοι νηστείαν, ἀγρυπνίαν, ἀνάγνωσιν καὶ ἄλλα καλὰ ἔργα, ὅσον ἠδύναντο. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τὰς ἄλλας ἀδελφάς, ἦσαν δύο ἐναρετώτεραι, Πρόκλα καὶ Φεβρωνία καλούμεναι· καὶ ἡ μὲν πρώτη ἦτο εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἡ δὲ Φεβρωνία εἴκοσι (ἥτις ἦτο ἀνεψιὰ τῆς Βρυένης), καὶ τόσον ἦτο ὡραία καὶ εὔμορφος, ὥστε εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη ὡραιοτέρα της· καὶ τόσον κάλλος εἶχε καὶ φαιδρότητα εἰς τὸ πρόσωπον, ὥστε δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν ἱστορήσῃ ζωγράφος καθὼς ἦτο ἐκ φύσεως.
Εἶχε λοιπὸν ἡ Βρυένη, μεγάλον φόβον καὶ ἀγωνίαν, πῶς νὰ φυλάξῃ τὴν Φεβρωνίαν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἵνα μὴ τὴν βιάσωσιν. Ὅθεν αἱ μὲν ἄλλαι ἔτρωγον μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν, αὐτὴν δὲ ἐπρόσταξε νὰ τρώγῃ μόνον κάθε δύο ἡμέρας μίαν φοράν, διὰ νὰ μαρανθῇ τὸ περισσὸν κάλλος της καὶ νὰ φαίνεται ἄσχημος. Ἡ δὲ Φεβρωνία ἔκαμνε περισσότερον ἀγῶνα, ὅσον ἠδύνατο, καὶ οὔτε τὸν ἄρτον, οὔτε τὸ ὕδωρ ἐχόρταινεν, ἀλλὰ μόνον διὰ νὰ ζῇ. Ὁμοίως καὶ τὸν ὕπνον ἐλάμβανεν ὀλίγον, ὄχι εἰς στρῶμα, ἀλλὰ εἰς σκαμνίον καθημένη ἀνεπαύετο, ἢ εἰς τὴν ξηρὰν γῆν ἐκείτετο, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ ἀνάπαυσιν, ὥστε νὰ κοιμᾶται ὀλίγον καὶ νὰ βασανίζῃ τὸ σῶμά της.