Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ τοῦ Αἰγυπτίου ἢ Λίβυος.

Λέγει ὁ Ἅγιος: «Οἱ θεοί σας εἶναι λίθοι καὶ μέταλλα καὶ δὲν δύνανται νὰ σᾶς δώσουν ὠφέλειαν τινά, ἀλλὰ μᾶλλον σᾶς προξενοῦσιν αἰώνιον κόλασιν οἱ ἀκόλαστοι. Ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν ἕνα Θεὸν παντοδύναμον, ὅστις ἐδημιούργησε διὰ μόνου τοῦ λόγου Του ὅλον τὸν κόσμον καὶ τρέφει καὶ κυβερνᾷ τοῦτον μὲ τὴν σοφίαν Του καὶ εἰς τὸ τέλος τῆς παροικίας μας κληρονομοῦμεν ζωὴν ἀθάνατον καὶ βασιλείαν αἰώνιον. Λοιπὸν δὲν συγκοινωνοῦμεν μαζί σας οὐδέποτε. Διότι ποίαν κοινωνίαν δύναται νὰ ἔχῃ τὸ σκότος μὲ τὸ φῶς καὶ ὁ ἄγριος λύκος μὲ τὰ ἥμερα πρόβατα; Μὴ κοπιᾷς, νὰ μὲ κολακεύῃς· ἀλλ’ ἐὰν ποθῇς καὶ σὺ τὸ συμφέρον σου, μίσησον τοὺς ἀνισχύρους καὶ πονηροὺς θεούς σου, οἵτινες δὲν δύνανται νὰ σοῦ δώσουν τινὰ ὠφέλειαν, πρόσελθε δὲ εἰς τὸν ἀληθῆ Θεόν, τὸν παντοδύναμον καὶ παντελεήμονα, ἵνα κληρονομήσῃς ἀντὶ τῆς ματαίας ταύτης τιμῆς καὶ δόξης, δόξαν ἀληθινὴν καὶ βασιλείαν αἰώνιον».

Τότε θυμωθεὶς ὁ ἡγεμών, ἐπρόσταξε νὰ τὸν τανύσουν καὶ νὰ τὸν δέρουν, ἕως νὰ σπαράξουν ὅλα τὰ μέλη του καὶ νὰ συντρίψουν τὰ ὀστᾶ του. Καθὼς δὲ κατεξέσχισαν τὰς σάρκας τοῦ μάρτυρος, ἐξ ἀπροσεξίας (ἴσως νὰ ἦτο καὶ οἰκονομία Θεοῦ) ἐπληγώθη ἕνας στρατιώτης, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἔδεραν, εἰς τὸν ὀφθαλμόν, ὅστις καὶ ἐξωρύχθη. Ὁ στρατιώτης ἐκεῖνος ἦτο φίλος τοῦ ἄρχοντος καὶ τῶν βασιλέων γνώριμος. Ὁ Ἡγεμὼν ἐλυπήθη διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε πρὸς τὸν Ἅγιον: «Τόσον ἠδυνήθησαν αἱ μαγεῖαι σου, καὶ ἐτύφλωσες τὸν φίλον μου, ἄχρηστε;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο: «Σύναξον ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῶν θεῶν σας, νὰ κάμουν πρὸς αὐτοὺς παράκλησιν καὶ νὰ τὸν ἰατρεύσουν, ἐὰν ἔχουν τὴν δύναμιν. Εἰ δὲ καὶ δὲν δυνηθοῦν, θὰ ἐπικαλεσθῶ ἐγὼ τοῦ Δεσπότου μου Χριστοῦ τὸ παντοδύναμον ὄνομα, ἵνα θεραπεύσῃ ὄχι μόνον τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ φωτίσῃ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς του, ἵνα κηρύξῃ τὴν εὐσέβειαν».

Τότε ὁ ἄρχων ἐσύναξεν ὅλους τοὺς μιαροὺς ἱερεῖς τῶν ψευδῶν θεῶν του, καὶ τοὺς λέγει. «Κάμετε πρὸς τοὺς ἀθανάτους θεοὺς μεγάλην παράκλησιν καὶ μὲ λειτουργικὰς τιμὰς αὐτοὺς θεραπεύσατε, νὰ δείξουν τὴν μεγάλην των δύναμιν, νὰ ἰατρεύσουν τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ φίλου μου, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ ὁ Ἰουλιανὸς εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κηρύξῃ τὸ κράτος καὶ τὴν δυναστείαν των».