Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ καὶ ΙΣΜΑΗΛ.

Ὅθεν λέγει· ὁ μὲν Μανουήλ, κακῇ τύχῃ γεννηθεὶς ἀπὸ τὸν εὐγενῆ πατέρα σας, διότι διὰ τὴν κακοήθειάν του οὔτε ἀδελφόν σας ἠμπορῶ νὰ τὸν ὀνομάσω, ὢν καθ’ ὁλοκληρίαν σκληρὸς καὶ φιλόνεικος, ἀνόητα καὶ ποιεῖ καὶ φρονεῖ, ἀνόητα πράγματα παρακινῶν καὶ σᾶς νὰ τὸν ἀκολουθῆτε, χωρὶς νὰ σᾶς ὁδηγῇ καὶ νὰ σᾶς συμβουλεύῃ εἰς τὴν ὀφειλομένην ἀπονομὴν σεβασμοῦ καὶ τιμῆς πρὸς τοὺς θεούς. Σεῖς ὅμως, μανθάνοντες κατὰ τὸν παρόντα καιρὸν τὸ συμφέρον σας, ἐκεῖνον μὲν ἀφήσατε νὰ φλυαρῇ ματαίως, σεῖς δὲ μείνατε μαζὶ μὲ ἡμᾶς καὶ προσκυνήσατε τοὺς ἰδικούς μας θεούς, διὰ νὰ τοὺς ἔχητε βοηθούς, καὶ διὰ νὰ ἀπολαύσητε εἰς τὸ ἑξῆς πολλὰς καὶ μεγάλας ἀντιδόσεις παρ’ αὐτῶν.

Ταῦτα τοῦ τυράννου λέγοντος, μὴ ἀνεχόμενοι οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες οὔτε κἂν νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους τούτους, ἐφώναξαν μὲ παρρησίαν· τί ἀπατᾷς, ὦ ἀνόητε βασιλεῦ, τὸν ἑαυτόν σου, ἀνοίγων μυρίας ὁδοὺς ἀπάτης ποικιλοτρόπως μεταμορφούμενος ὡς ὁ ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ μύθου ἀναφερόμενος Πρωτεύς σας; Ἂν δὲν σὲ ἐδίδαξεν ἕως τώρα ἡ δοκιμὴ τὴν ὁποίαν ἔκαμες, καὶ ἂν δὲν σοὶ ἀρκοῦν τὰ πρῶτα κολαστήρια, τὰ ὁποῖα ἐφήρμοσες ἐναντίον μας, μεταχειρίσου καὶ ὅσα ἄλλα διαλογίζεσαι μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν· ἐπειδὴ μόνον ἂν ἐχάνομεν τὰς φρένας μας ἠθέλομεν λατρεύσει τοὺς ἐκ πηλοῦ κατεσκευασμένους θεούς σου, οἱ ὁποῖοι ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ δὲν βλέπουν, ὦτα καὶ δὲν ἀκούουν, ρῖνας καὶ δὲν ὀσφραίνονται, χεῖρας καὶ πόδας καὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ὠφελοῦνται, καθὼς καὶ οἱ λίθινοι οἱ ὁποῖοι τὴν οὐσίαν τοῦ λίθου δὲν ἀποβάλλουσιν, αὐτόχρημα λίθοι ὑπάρχοντες, τοὺς ὁποίους καὶ ὁ θεῖος Δαυῒδ καλῶς καὶ ὀρθῶς ἀπεκάλεσε ἀναισθήτους καὶ μωρούς, καθὼς καὶ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν εἰς αὐτοὺς πλέον παράφρονας καὶ ἀνοήτους ὠνόμασε.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἐσκοτισμένος τὴν διάνοιαν βασιλεύς, καὶ ὅλως ἔξω φρενῶν γενόμενος, καὶ μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατηθῇ ἀπὸ τὸν θυμόν του, προστάζει εὐθὺς νὰ κατακαύσουν τὰς πλευρὰς καὶ τὰς μασχάλας τῶν Ἁγίων μὲ λαμπάδας ἀνημμένας, ἵνα καθὼς ἐκαίετο ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν θυμόν, κατακαίωνται καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ πῦρ. Οἱ δὲ μακάριοι Μάρτυρες, μολονότι κατεφλέχθησαν ἀπὸ τὸ πῦρ, εἰς τὴν ἀνυπόφορον ταύτην βάσανον ηὐχαρίστουν τὸν Δεσπότην Θεόν, χωρὶς νὰ ἀποβλέπωσιν εἰς τὰ παρόντα λυπηρά, ἀλλὰ πρὸς τὴν αἰώνιον μόνον χαρὰν καὶ ἀπόλαυσιν, οὔτε δὲ ᾐσθάνοντο λύπην τινὰ διὰ τὰς βασάνους τὰς ὁποίας ὑφίσταντο, ἀλλ’ ἐλυποῦντο διότι δὲν ἐδοκίμαζον δεινοτέρας ἀπὸ αὐτάς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἢ κατ’ ἄλλους Βαλτάνον.