Τόσον εἶχον ἐξαφθῆ ἀπὸ τὸν πρὸς Χριστὸν διακαῆ ἔρωτα, ὥστε καὶ τῆς φύσεως αὐτῆς ἐλησμόνησαν. Ὁ σκληροκάρδιος ὅμως καὶ δαιμονόπληκτος Παραβάτης, ὡσὰν νὰ μὴ ᾐσθάνετο τὰ ὅσα ἔπραττεν, εἶπε πάλιν πρὸς τοὺς Μάρτυρας· δὲν καταλαμβάνετε ὅτι οἱ θεοὶ ἀκόμη δὲν σᾶς ἐμίσησαν τελείως, προσμένοντες ἴσως τὴν ἐπιστροφήν σας; Διὰ τοῦτο δὲ καὶ μὲ ἀνεξικακίαν σᾶς ὑποφέρουν, καὶ ἐλαφρύνουν τοὺς πόνους σας. Τοῦτο οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες νομίσαντες ἄξιον γέλωτος καὶ ἀναισθησίαν ἄκραν τοῦ νοός του, ἀνεβόησαν μεγάλως· καμμίαν μετοχὴν δὲν ἔχομεν ἡμεῖς μὲ τοὺς ἰδικούς σοι θεούς, ἀθλιώτατε! ἔχομεν τὸν ἰδικόν μας Θεὸν καὶ Σωτῆρα, τὸν ὁποῖον ὁμολογοῦμεν καὶ γνωρίζομεν βοηθὸν εἰς ὅλους τοὺς πόνους μας. Αὐτὸς μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ παρόντα δεινά, καὶ μᾶς δίδει θάρρος ὅταν πάσχωμεν, καὶ μᾶς ἐνδυναμώνει νὰ καταφρονῶμεν καὶ σαρκὸς καὶ σιδήρου καὶ παντὸς ἄλλου ἀλγεινοῦ συμβεβηκότος· ἐπειδὴ πῶς ἄλλως ἠμποροῦσε σῶμα καὶ αἷμα νὰ ὑποφέρῃ τοσαύτας βασάνους, ἀπὸ τὰς ὁποίας καὶ ἡ τόσον σκληρὰ λιθίνη φύσις ἤθελε διαλυθῆ καὶ κατὰ κράτος ἀφανισθῆ; Ἂν δὲ τὸ ἐπικείμενον ἐπὶ σὲ νέφος τοῦ σκότους δὲν ἐσκόταζε τὸν νοῦν σου, καὶ δὲν ἐσήκωνεν ἀπὸ σοῦ τὴν αἴσθησιν, θὰ ἠμποροῦσες νὰ καταλάβῃς, ὅτι ἡ ἰδική μας λατρεία εἶναι θεία καὶ θαυμαστή, καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὄντως πρέπουσα. Τώρα ὅμως δὲν δύνασαι τὰ ἐννοήσῃς τίποτε ἐξ αὐτῶν οὔτε θέλεις νὰ ἐννοήσῃς, διότι εἶσαι ὅλος δοσμένος εἰς τὴν μυσαρὰν τῶν δαιμόνων τύφλωσιν· ἐπειδὴ εἰς αὐτὰ τὰ αἴσχιστα ἔργα αὐτοὶ οἱ δαίμονες σὲ ἐπλάνησαν καὶ σὲ ἔσυραν.
Ταῦτα βλέπων καὶ ἀκούων ὁ Παραβάτης καὶ φοβηθείς, μήπως μὲ τὴν πολλὴν ἐξέτασιν ὑβρίζεται περισσότερον ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, προσέτι δὲ καὶ διότι ἀπηλπίσθη ἀπὸ τοῦ νὰ τοὺς καταπείσῃ, ἀφῆκεν αὐτοὺς παντελῶς καὶ ἐστράφη πάλιν πρὸς τὸν Μανουήλ, ἐλπίζων μήπως κἂν αὐτὸν ἤθελεν εὕρει, ὅστις νὰ κλίνῃ εἰς τὸ θέλημά του· ἐκ δευτέρου ὅθεν μὲ ἀπειλὰς καὶ τιμωρίας τῶν προτέρων μεγαλυτέρας τὸν ἐφοβέριζε· μὲ ὅλον τοῦτο ὁ ἀνδρεῖος Μάρτυς οὐδὲ κἂν τὴν κεφαλήν του ἔστρειψε παντελῶς νὰ ἀκούσῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔλεγεν ὁ Παραβάτης, καὶ τὰ ὁποῖα πρὸ πολλοῦ εἶχε καταφρονήσει, μᾶλλον δὲ ἐφανέρωσε μεγαλυτέραν καὶ ἀνδρειοτέραν τὴν προθυμίαν του, καὶ μὲ πεπαρρησιασμένην φωνὴν ἐβόησε· διατί ματαιοπονεῖς; διατί ἀναισχυντεῖς, ὦ τύραννε, ματαίως;