Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ καὶ ΙΣΜΑΗΛ.

Μήπως δι’ αὐτὰ ἤλθομεν; ἢ δι’ αὐτὰ τόσον μακρὰν ὁδὸν περιεπατήσαμεν; Διὰ νὰ παραδώσωμεν τὸν ἑαυτόν μας, καὶ νὰ προδώσωμεν καὶ τὴν πίστιν μας; Ἡμεῖς μόνον διὰ νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν εἰρήνην ἤλθομεν, καὶ νὰ βεβαιώσωμεν ἐκεῖνα ὁποῦ ἐπροστάχθημεν· κατὰ δὲ τὰ ἄλλα εἴμεθα ὡς πρότερον εὑρισκόμεθα. Ἂς ἀκούσῃ αὐτὰ καὶ ὁ ἰδικός σου βασιλεύς, καὶ ὅσοι εἶναι πλησίον του, ὅτι ἡμᾶς δὲν θέλετε ἑλκύσει ποτὲ εἰς τὴν πλάνην σας, μήτε θέλετε μᾶς παρασύρει ἀπὸ τὴν γνώμην καὶ προαίρεσιν ὁποῦ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν καὶ ἠθέλετε μᾶς εἴπει καὶ ἄλλα περισσότερα, καὶ μᾶς ἀναλώσει μὲ σίδηρον καὶ πῦρ, καὶ ὄργανα διαφόρων κολαστηρίων, καὶ ἂν τελευταῖον ἠθέλετε χωρίσει τὰς ψυχάς μας καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια σώματα.

Τοὺς λόγους τούτους καθὼς ἤκουσεν ὁ τοῦ παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος ὑπηρέτης ἔσπευσεν εὐθὺς νὰ τοὺς μεταβιβάσῃ εἰς τὸν βασιλέα. Ἂς στοχασθῇ δὲ πᾶς τις τώρα τὸ προσωπεῖον μὲ τὸ ὁποῖον ἐσκέπαζε πρότερον τὴν κακίαν του ὁ παράνομος βασιλεὺς καὶ τὸν ἀπατηλὸν καὶ δόλιον τρόπον, τὸν ὁποῖον μετεχειρίσθη ἀρχικῶς, ὅστις κατὰ μὲν τὸ φαινόμενον ἦτο φιλοφροσύνη πρὸς τοὺς πρεσβευτὰς τοῦ ξένου βασιλέως, κατὰ ἀλήθειαν ὅμως ἦτο ἔχθρα καὶ ὑπόκρισις. Ἀφ’ οὗ ἤκουσε ταῦτα ὁ παγκάκιστος βασιλεύς, τότε μὲν δὲν ἐπρόσταξεν ἄλλο τι, εἰ μὴ νὰ φυλακίσουν τοὺς Ἁγίους διὰ νὰ κάμῃ τὴν ἑορτήν του ἄνευ τινὸς λύπης, καὶ νὰ μὴ προξενηθῇ κανὲν ἐμπόδιον εἰς τὴν μιαρὰν θυσίαν τῶν εἰδώλων, διότι οὕτω συνέφερεν εἰς αὐτὸν τότε, ὕστερον δὲ νὰ συλλογισθῇ μὲ ποῖον τρόπον νὰ τοὺς μεταχειρισθῇ. Οἱ δὲ μακάριοι, φερόμενοι εἰς τὴν φυλακήν, ἔψαλλον καθ’ ὁδόν· «Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει, καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ»· καὶ τὸ «τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια; ἡμεῖς γὰρ λαὸς αὐτοῦ, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν διὰ παντὸς ἐπικεκλήμεθα».

Κατὰ δὲ τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης, καθίσας ὁ τύραννος εἰς τὸ κριτήριον, προστάζει νὰ φέρουν ἐνώπιον του τοὺς Μάρτυρας· καὶ πρῶτον μὲν ἐδοκίμασε μὲ κολακευτικοὺς λόγους νὰ πλανήσῃ τοὺς Ἁγίους, καὶ μὲ πανουργίαν νὰ ἀτονήσῃ τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς αὐτῶν, χωρὶς νὰ δείξῃ ἀκόμη τὴν ἀγριότητα τῆς ψυχῆς του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἢ κατ’ ἄλλους Βαλτάνον.