Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ καὶ ΙΣΜΑΗΛ.

Ὁ κακὸς ὅμως τύραννος δὲν μετεχειρίζετο ἀληθῶς καὶ εἰλικρινῶς τὴν δεξίωσιν ταύτην, ἀλλὰ πανούργως, καθὼς καὶ μετ’ ὀλίγον ἐφανερώθη, καθόσον τὰ κάκιστα αὐτοῦ ἔργα τὸν ἀπέδειξαν ἀχρεῖον καὶ δολιώτατον.

Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐφάνη τότε ἀρεστὸν εἰς αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον τινὰ τῆς Βιθυνίας, καλούμενον Ὄργια τοῦ Τρίγωνος, καὶ νὰ διέλθῃ τὸ στενὸν τῆς Χαλκηδόνος, προσεκάλεσεν ὅλους τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ὁμογνώμονας νὰ τὸν ἀκολουθήσουν· παρέλαβε δὲ μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τοὺς τρεῖς τούτους ἄνδρας, καθότι ἐπρόκειτο νὰ τελέσῃ ἐκεῖ ἑορτὴν πάνδημον, διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς ἐναγεῖς αὐτοῦ δαίμονας μὲ θυσίας καὶ αἵματα. Πάντες λοιπὸν οἱ ἄλλοι, ὡς ὄντες ἐσκοτισμένοι ἐκ τῆς πλάνης καὶ κυριευμένοι ἀπὸ τὸ βαθὺ σκότος τῆς εἰδωλολατρείας, συνεώρταζον μετ’ αὐτοῦ καὶ συνεθυσίαζον, ὑποτεταγμένοι ὅλῃ ψυχῇ εἰς τὴν ἀσέβειαν· μόνον δὲ οἱ τρεῖς οὗτοι οὐδὲ κἂν μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοικτοὺς ἠθέλησαν νὰ ἴδουν τὰ ὅσα ἐκεῖ ἐγίνοντο ἀλλὰ μένοντες εἴς τινα γωνίαν μακρὰν τῶν θυσιῶν, καὶ κλαίοντες καὶ λυπούμενοι, παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ τοὺς ἐνδυναμώσῃ νὰ φυλάξουν τὴν πρὸς Αὐτὸν λατρείαν ἀβλαβῆ καὶ νὰ μὴ μολυνθοῦν μὲ τὴν συναναστροφὴν τῶν ἀσεβῶν, νομίζοντες καὶ τὴν ὀλίγην μετ’ αὐτῶν συναναστροφήν, ἀσέβειαν. Ἐξαιρέτως δὲ παρεκάλουν τὸν Θεόν, ὡς εὔσπλαγχνον, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ ἐκείνους οἵτινες ἦσαν κεκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν νόσον τῆς ἀσεβείας, καὶ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐννοήσουν εἰς ποίαν πλάνην εὑρίσκονται, νὰ γνωρίσῃ δὲ εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνον ὅστις μᾶς παρήγαγεν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι καὶ πάλιν ἐκπεσόντας μᾶς ἀνέπλασε διὰ τῆς ἐνσάρκου Αὐτοῦ οἰκονομίας.

Καὶ αὐτοὶ μέν, καθὼς εἴπομεν, ξεχωρίσαντες ἑαυτούς, ἐστέκοντο μόνοι μεταξύ των ζητοῦντες ἀπὸ τὸν Θεὸν τοιαῦτα, καὶ τὴν θείαν βοήθειαν ἐπικαλούμενοι. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ τὸν βασιλέα ἦλθε τις, κουβικουλάριος τὴν ἀξίαν, καὶ ἐβίαζεν αὐτοὺς νὰ προσέλθουν εἰς τὴν θυσίαν, νομίζων ὁ δυστυχὴς ὅτι καὶ οἱ ἄνδρες οὗτοι εἶναι ἠπατημένοι ὡσὰν καὶ αὐτόν, ἀνεβόησαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ μίαν φωνήν· σιώπα, ὦ ἄνθρωπε, καὶ φύγε ἀπὸ ἡμᾶς, ἐπειδὴ δὲν θέλομεν ἡμεῖς ἀρνηθῆ ποτὲ τὴν πίστιν εἰς τὴν ὁποίαν ἀνετράφημεν, μήτε τὸν Θεόν μας θέλομεν ἐγκαταλείψει διὰ νὰ λατρεύσωμεν τοὺς ἰδικούς σας δαίμονας, μήτε τόσον ἀνόητοι θὰ φανῶμεν, ὥστε νὰ προσφέρωμεν σέβας εἰς τὰ ἄψυχα εἴδωλα.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἢ κατ’ ἄλλους Βαλτάνον.