Τῇ ΙΖ’ (17ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ καὶ ΙΣΜΑΗΛ.

Τί; Δὲν ἐγνώρισες τὴν ἀμετάτρεπτον ἡμῶν ἀπόφασιν; Δὲν ἠννόησες ὅτι καὶ οἱ τρεῖς εἴμεθα συνδεδεμένοι μετ’ ἀλλήλων καὶ ὅτι μίαν γνώμην καὶ διάνοιαν ἔχομεν καὶ οἱ τρεῖς καὶ ὅτι ἕνα μόνον καὶ τὸν αὐτὸν Θεὸν δοξάζομεν; Λοιπὸν ἢ καὶ τοὺς τρεῖς νίκησον ἢ καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀπομακρύνθητι· ὁ τρὶς ἀριθμὸς εἶναι τίμιος, μὲ τὸν ὁποῖον ἡμεῖς ἐτιμήθημεν. Μὲ τὴν Παναγίαν Τριάδα καὶ οἱ τρεῖς εἴμεθα περιτειχισμένοι, καὶ μὲ τὴν δύναμιν αὐτῆς ἡνώθημεν, καὶ μένομεν ἀχώριστοι, μὴ φοβούμενοι οὐδὲν δεινόν· ἐπειδὴ καὶ τώρα πάλιν τὰ ἴδια λέγομεν, τὰ ὁποῖα πολλάκις εἴπομεν. Τὰ ὅσα λέγονται παρὰ τοῦ ἑνός, νόμιζέ τα καὶ παρὰ τῶν τριῶν· τὴν γνώμην καὶ τὴν σταθερότητα τῆς ψυχῆς μας μίαν νόμιζε δὲν θέλομεν ἀρνηθῆ ποτὲ τὴν πίστιν μὲ τὴν ὁποίαν ἀνετράφημεν· τοὺς ἰδικούς σου δαίμονας δὲν θέλομεν λατρεύσει· τὸν Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν δὲν θέλομεν ἀρνηθῆ καὶ ἐγκαταλείψει· δὲν ἀλλάσσομεν τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ μὲ τὰ προσωρινὰ καὶ μάταια· μήτε προτιμῶμεν τὴν μικρὰν ταύτην ζωὴν ἀντὶ τῆς μελλούσης ἀϊδίου καὶ αἰωνίου.

Εἰς τοὺς λόγους τούτους ἀπελπισθεὶς ὁ παράνομος τύραννος καὶ ἀποκαμὼν ἀπὸ ὅλα, μάλιστα φοβηθείς, μήπως καὶ μὲ τὴν πολλὴν ἔνστασιν καὶ ἐναντιότητα τῶν Ἁγίων ἤθελον παρακινηθῆ καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν εἰδωλολατρῶν ὑπηκόων του καὶ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, διέταξε νὰ κατακαύσουν καὶ τούτου τὰς μασχάλας μὲ λαμπάδας ἀνημμένας, καὶ ὁμοῦ μὲ τοῦτο ὁρίζει νὰ τυλίξουν τὸν Ἅγιον μὲ καλάμους καὶ κατασφίγγοντες αὐτὸν νὰ τὸν κατακεντῶσι μὲ βέλη αἰχμηρά, τελευταῖον δὲ δίδει τὴν κατ’ αὐτῶν ἀπόφασιν, προστάξας νὰ καρφώσωσι πρότερον εἰς τὰς κεφαλὰς καὶ τὰς ὠμοπλάτας αὐτῶν καρφία, νὰ ἐμπήξουν δὲ καὶ εἰς τοὺς ὄνυχας των καλάμια ὀξέα, καὶ μετὰ τοῦτο νὰ τοὺς ὑποβάλουν καὶ εἰς τὸν διὰ ξίφους θάνατον, ὕστερον δὲ νὰ ἀνάψουν εὐθὺς πυρὰν καὶ νὰ ρίψουν εἰς αὐτὴν τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, διὰ νὰ μὴ ἠμπορέσουν οἱ Χριστιανοὶ νὰ πάρουν οὐδὲ τὴν τέφραν τῶν σωμάτων αὐτῶν, ἂν τυχὸν ἤθελον προθυμοποιηθῆ τινες νὰ τὸ κάμουν. Φερόμενοι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι παρὰ τῶν στρατιωτῶν, ἔφθασαν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, Κωνσταντῖνον ὀνομαζόμενον, ὅστις ἦτο κρημνώδης, καὶ κατὰ πάντα δυσώδης, εἰς τοῦτον δὲ τὸν τόπον σταθέντες ἀνέπεμψαν οἱ Μάρτυρες τὴν τελευταίαν αὐτὴν εὐχὴν εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἢ κατ’ ἄλλους Βαλτάνον.