Δὲν ἐπέρασε πολὺς καιρός, καὶ ὁ Μᾶρκος ἔγινεν ὅλος παράλυτος, τόσον ὥστε δὲν ἠδύνατο μήτε νὰ περιπατήσῃ, μήτε χεῖρας ἢ πόδας νὰ κινήσῃ. Παρεκάλει λοιπὸν τὸν Ὅσιον νὰ τὸν λυπηθῇ καὶ νὰ τὸν θεραπεύσῃ· ἀλλ’ ὁ Ὅσιος, θέλων νὰ τὸν κάμῃ νὰ γνωρίσῃ τὸ σφάλμα τῆς ἀπιστίας καὶ παρακοῆς του, τοῦ λέγει· οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι δύνανται νὰ σὲ θεραπεύσουν, ὡς θαυματουργοί· ἐγὼ δέ, τέκνον μου, εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ ἀνάξιος, καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀκούει· ἐπειδὴ δὲ καὶ ὁ ἀδελφός του συμπονῶν παρεκάλει τὸν Ὅσιον νὰ τὸν συγχωρήσῃ, ἐπῆρεν ἀπὸ τὴν κανδήλαν τῆς εἰκόνος ἔλαιον καὶ ἤλειψε τὸ σῶμα τοῦ ἀσθενοῦς καί, ὦ τοῦ θαύματος! παρευθὺς ἰατρεύθη ὁ Μᾶρκος καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην, εἰς τὴν ὁποίαν ἔκειτο ἀκίνητος. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος· «ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν τί σοι γένηται». Ἀλλὰ πάλιν ὁ Μᾶρκος ἔπεσεν εἰς παρακοήν, διότι ζητήσας τὴν ἄδειαν τοῦ γέροντος, διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν αἰγιαλὸν νὰ ψαρεύσῃ, δὲν ἔλαβε ταύτην, ἤκουσε μάλιστα τὸ νὰ μάθῃ νὰ ψαρεύῃ τοὺς ἀκαθάρτους λογισμούς, διὰ νὰ μὴ τὸν φάγουν καὶ νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ψάρια, ἵνα μὴ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν τῶν πειρασμῶν. Αὐτὸς ὅμως, ὡς παρήκοος, κατέβη εἰς τὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ πλύνῃ τάχα τὰ παλαιὰ ἐνδύματά του καὶ συνελάμβανε ψάρια μὲ τὸ ἄγκιστρον. Ἐνῷ δὲ κατεγίνετο εἰς τοῦτο, ἕνα μεγάλον σκυλόψαρον ἐπήδησεν ἔξαφνα ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσαν ἐναντίον του, διὰ νὰ τὸν καταπίῃ.
Περίτρομος γενόμενος τότε ὁ Μᾶρκος ἐπεκαλέσθη τὴν εὐχὴν τοῦ γέροντός του, καὶ παραμερίσας ὀλίγον μετὰ βίας ἐλυτρώθη ἀπὸ τὸ θηρίον, καὶ τρέχει παρευθὺς περίφοβος εἰς τὸν Ὅσιον, κρατῶν εἰς τὰς χεῖράς του καὶ τοὺς ἰχθῦς ποὺ συνέλαβεν. Ὁ δὲ Ὅσιος, βλέπων αὐτόν, τοῦ εἶπε: Μὴ γίνεσαι ἄπιστος, παρήκοε· διότι ἐκεῖνος, ὅστις μετεμορφώθη εἰς ὄφιν καὶ παρέσυρε τοὺς προπάτορας εἰς τὴν παρακοήν, αὐτὸς ὁ ἴδιος σήμερον μετεμορφώθη εἰς σκυλόψαρον, διὰ τὴν παρακοὴν ποὺ σὲ ἐδίδαξε πρότερον, θέλων νὰ σὲ ρίψῃ εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀπωλείας καὶ ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Ὅμως ὁ Χριστός, ὅπως ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ τὸν καταργήσῃ, σὲ ἐβοήθησε σήμερον, ἀναμένων τὴν μετάνοιάν σου, διὰ τὴν ἄπειρόν Του ἀγαθότητα. Ἐγὼ δὲ οὐδέποτε θέλω φάγει ψάρια τῆς παρακοῆς.