Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος ἀπήντησε· «Καλὰ εἶπες νὰ θυσιάσω, διότι ἕτοιμος εἶμαι νὰ ὑπομείνω πᾶσαν κόλασιν καὶ νὰ παραδοθῶ εἰς θάνατον, ἵνα γίνω θυσία διὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησα ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς. Ὅθεν μὴ ἀμελήσῃς νὰ μοῦ δώσῃς τὰς σκληροτέρας βασάνους, διὰ νὰ λάβω ἀπὸ τὸν Δεσπότην Χριστὸν μισθὸν περισσότερον». Εἶπε τότε ὁ δικαστής· «Μὴ θελήσῃς νὰ καταφρονηθῇς, περιφανὴς ὤν, εὐγενέστατος καὶ γνήσιος φίλος τοῦ βασιλέως».
Τότε ὁ Νεανίας, διὰ νὰ παρακινήσῃ πρὸς θυμὸν τὸν ἄρχοντα καὶ νὰ μὴ διστάσῃ νὰ παραδώσῃ αὐτόν, ἔλυσε τὴν ζώνην του καὶ ἔρριψε ταύτην κατὰ πρόσωπον τοῦ Οὐλκίωνος, εἰπών· «Σοῦ εἶπα, ὅτι εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸν ὁποῖον προσκυνῶ ὡς Θεὸν ἀληθέστατον». Ὁ ἄρχων τότε εὐθὺς ἐπρόσταξε καὶ τὸν ἔδεσαν, διὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν Καισάρειαν Φιλίππου, ὅπου ἔκτιζαν ναὸν τῶν εἰδώλων καὶ ἤθελε νὰ ἴδῃ τοῦτον ὁ ἔπαρχος. Αὐτὴν τὴν πόλιν οἱ Φοίνικες καλοῦσιν ἀπὸ τὸ πλησίον ὄρος τοῦ Πανέου, Πανεάδα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἀνεφέραμεν διὰ ταύτην τὴν πόλιν, ἂς γράψωμεν ἓν ψυχοσωτήριον γεγονός, τὸ ὁποῖον ἐγένετο εἰς ταύτην τὴν πόλιν.
Ἡ αἱμορροοῦσα ἐκείνη γυνή, τὴν ὁποίαν ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἐθεράπευσεν, κατήγετο ἐκ ταύτης τῆς Πανεάδος, εἰς τὴν ὁποίαν σῴζονται ἀκόμη αἱ οἰκοδομαί της καὶ εἰς τὴν θύραν τοῦ οἴκου της ἐπὶ μιᾶς πέτρας ἔχουσι τοποθετήσει μίαν γυναῖκα χαλκίνην γονατιστήν, ἀπέναντι δὲ ταύτης ἕνα ἄνδρα, ὁμοίως χάλκινον, ὅστις εἶναι ἐνδεδυμένος μὲ διπλοΐδα καὶ μὲ πολλὴν εὐκοσμίαν. Καὶ ὁμολογοῦσιν ὅλοι κοινῶς, ὅτι ὁ ἀνδριὰς ἐκεῖνος ὁμοιάζει τελείως πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον κατεσκεύασεν ἡ γυνὴ ἐκείνη μὲ πολλὴν δαπάνην καὶ εὐλάβειαν, διὰ τὴν λατρείαν της. Εἰς τοὺς πόδας τῆς στήλης ταύτης φύεται εἷς χόρτος θαυμάσιος, ὅστις ἀνήρχετο μέχρι τῆς ποδίας τοῦ ἐνδύματος καὶ ὅστις θεραπεύει πᾶσαν ἀσθένειαν, ὅσοι δὲ ἄρρωστοι ἔφαγον ἐκ τούτου ἰατρεύθησαν. Ἀλλ’ ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον.
Ἐλθόντες λοιπὸν εἰς τὴν Καισάρειαν, ἀνῆλθεν ὁ Οὐλκίων ἐπὶ τοῦ βήματος, ἐπρόσταξε δὲ καὶ ἔφερον ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ τὸν Ἅγιον καὶ κρεμάσαντες αὐτὸν ἐξέσχιζον τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀσπλάγχνως. Τινὲς δὲ τῶν περιεστώτων συνεπόνουν καὶ ἔκλαιον. Ἀλλὰ τοῦτο ἦτο τέχνασμα τοῦ διαβόλου, διὰ νὰ κάμῃ τὸν Ἅγιον νὰ δειλιάσῃ.