Τῇ Η’ (8ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ.

Ταῦτα ἀκούσαντες πάντες ἐτρόμαξαν. Ὁ δὲ Νεανίας ὡμολόγησε μὲ γνώμην ἐλευθέραν, τοιαῦτα εἰπών· «Ὁ βασιλεὺς μὲ διώρισε δοῦκα Ἀλεξανδρείας καὶ μὲ ἀπέστειλεν ἐκεῖ νὰ θανατώσω ἅπαντας τοὺς Χριστιανούς, ὅσοι πιστεύουσι τὸν Ἐσταυρωμένον καὶ νὰ στερήσω τούτους ἐξ ὅλων τῶν πραγμάτων των». Τότε πάλιν ἀπεκρίθη ὁ Κύριος, λέγων· «Λοιπὸν ἦλθες καὶ σὺ, νὰ μὲ πολεμήσῃς;». Ὁ Νεανίας τότε ἀπήντησε· «Τίς εἶσαι, Κύριε; Διότι δὲν ἠμπορῶ νὰ σὲ ἐννοήσω». Τότε ἐφάνη εἰς αὐτὸν εἷς Σταυρὸς ἐκ κρυστάλλου καὶ φωνὴ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, λέγουσα· «Ἐγὼ εἶμαι Ἰησοῦς ὁ Ἐσταυρωμένος, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ Νεανίας, ταῦτα ἀκούσας, ἠρώτησεν· «Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διατί σὲ κατεδίκασαν εἰς θάνατον οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων καὶ πῶς κατεδέχθης νὰ σὲ ποτίσουν ὄξος καὶ χολήν;». Καὶ πάλιν ἡ φωνὴ εἶπε· «Νεανία, ἐπειδὴ μέλλεις νὰ γίνῃς καὶ σὺ σκεῦος μου ἐκλελεγμένον, ἄκουσον τὸ μυστήριον τῆς οἰκονομίας μου. Γίνωσκε λοιπὸν ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἔπαθον ταῦτα ἑκουσίως, διότι ἐὰν ἐγὼ δὲν ἀπέθνησκον ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, ὁ κόσμος δὲν θὰ ἐσῴζετο». Διὰ τῶν λόγων τούτων ὁ Χριστὸς ἐπλήρωσε τὴν ψυχὴν τοῦ νέου εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἔπειτα εἶπε πρὸς αὐτόν· «Διὰ τοῦ τύπου τούτου τοῦ Σταυροῦ, τὸν ὁποῖον σοῦ ἔδειξα, θέλεις νικήσει τοὺς πολεμοῦντάς σε καὶ ἂς εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἀγάπη μου μετὰ σοῦ». Τότε, ὁ μὲν Ἰησοῦς ἀνῆλθεν εἰς τὰ οὐράνια, ὁ δὲ Νεανίας καὶ οἱ λοιποὶ ἔμειναν χαίροντες.

Ἐπορεύθη λοιπὸν ὁ Νεανίας εἰς τὴν Σκυθόπολιν ὅπου, συναθροίσας ὅλους τοὺς χρυσοχόους, εἶπεν εἰς αὐτούς· «Ἔχω πόθον νὰ μοῦ κατασκευάσητε μὲ πᾶσαν ἐπιμέλειαν ἓν σκεῦος πολύτιμον. Ὅστις λοιπὸν εἶναι ὁ καλλίτερος τεχνίτης νὰ κατασκευάσῃ τοῦτο πολὺ ὡραῖον καὶ θὰ τοῦ δώσω ὅσα ἀργύρια μοῦ ζητήσῃ». Οἱ δὲ χρυσοχόοι ἔδειξαν εἰς αὐτὸν ἕνα ὀνομαζόμενον Μάρκον, ὅστις ἐγνώριζε τὴν τέχνην καλῶς, εἰπόντες· «Οὗτος εἶναι ἄξιος νὰ ἐργασθῇ κατὰ τὸν πόθον σου». Τότε ὁ Νεανίας ἐκάλεσε μόνον τὸν Μάρκον εἰς τὸ δωμάτιόν του κρυφίως καὶ παρήγγειλεν εἰς αὐτὸν νὰ κατασκευάσῃ ἕνα Σταυρόν, καθὼς εἶδεν αὐτὸν εἰς τὴν θείαν ὀπτασίαν. Ὁ δὲ Μάρκος εἶπε· «Φοβοῦμαι νὰ τὸν κατασκευάσω, διότι, ἐὰν τὸ μάθῃ ὁ βασιλεύς, θὰ μὲ θανατώσῃ». Ὁ Νεανίας τότε ὤμοσεν ὅρκους φοβεροὺς νὰ τὸν φυλάττῃ κρυφὰ καὶ νὰ μὴ ὁμολογήσῃ τίποτε εἰς οὐδένα.