ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς αὐτὴν τὴν γνώμην ἔχομεν, μάρτυρας δὲ ἔχω τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ τοὺς περιεστῶτας ἄρχοντας, ὅτι καὶ ἐγὼ εἰς πάντας τοὺς ὑπακούοντας εἰς τοὺς ὁρισμοὺς τῶν βασιλέων εἶμαι φιλάνθρωπος. Μὴ λοιπὸν θελήσῃς σὺ σήμερον νὰ μετατρέψῃς τὴν καλήν μου γνώμην, καὶ νὰ μὲ δείξῃς ἀνήμερον καὶ ἀπάνθρωπον· διότι, ἐὰν μείνῃς πάλιν εἰς τὴν προτέραν σου πλάνην, εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνω ἐχθρός σου καὶ νὰ σὲ τιμωρήσω μὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα καὶ μόνον ἀκουόμενα καὶ θεωρούμενα καταπλήττουσι τὸν ἄνθρωπον, πολλῷ μᾶλλον καὶ νὰ ὑποστῇ ταῦτα».
Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἡ Ἁγία ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν· «Μὴ νόμιζε, Ἱλαρίων, ὅτι θέλω ἀλλάξει ἐγὼ τὴν προτέραν μου γνώμην καὶ τὴν εὐσέβειαν, διότι εὐκολώτερον εἶναι νὰ μαλάξῃς τὸν σίδηρον, παρὰ νὰ μεταβάλῃς τὸν σκοπόν μου· τοῦτο δὲ γνώριζε, ὅτι, ἐὰν ὁ βασιλεὺς Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς δὲν ἠδυνήθησαν νὰ νικήσωσι τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, πῶς θέλεις δυνηθῇ σὺ νὰ μὲ νικήσῃς; Διὰ τοῦτο μὴ ματαιοπονῇς λέγων τοιούτους λόγους, ἀλλὰ δοκίμασε καὶ μὲ τὸ ἔργον νὰ ἴδῃς τὴν δύναμιν τοῦ Χοιστοῦ μου». Τότε ὁ ἔπαρχος, ἀκούσας τούτους τοὺς λόγους, διέταξε τοὺς στρατιώτας νὰ κρεμάσωσι τὴν Ἁγίαν ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, οὕτω δὲ νὰ μείνῃ κρεμαμένη πολλὰς ὥρας· ὄχι δὲ μόνον νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν βάσανον, ἀλλὰ καὶ νὰ κατακαίωσι τὸ σῶμα αὐτῆς μὲ ἀνημμένας λαμπάδας. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν τιμωρουμένη ἡ Ἁγία ὑπέμεινε πάντα γενναίως ὑπὲρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς ἂν ἔβλεπεν αὐτὴν μακρόθεν. Βλέπων δὲ ὁ Ἱλαρίων ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε, μᾶλλον δὲ ὅτι ἐγίνετο γενναιοτέρα ἡ Ἁγία μὲ τὰς τοιαύτας βασάνους, καθὼς ὁ καλὸς σίδηρος εἰς τὸ ὕδωρ, διέταξε νὰ καταβιβάσωσιν αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσωσιν εἰς τὴν φυλακήν.
Κατὰ δὲ τὴν νύκτα εἰς τὴν φυλακὴν φαίνεται ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἁγίαν, λέγων εἰς αὐτήν· «Μὴ φοβοῦ, Κυριακή, τὰς βασάνους, διότι ἡ χάρις μου θέλει εἶναι μετὰ σοῦ, νὰ σὲ λυτρώνῃ ἀπὸ πάντα πειρασμόν». Ταῦτα εἰπὼν ὁ Χριστὸς καὶ ἰασάμενος τὰς πληγὰς αὐτῆς, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς. Κατὰ δὲ τὴν ἐπαύριον, ἀποστείλας ὁ Ἱλαρίων στρατιώτας, ἔφερε τὴν Ἁγίαν εἰς τὸ κριτήριον. Ὡς δὲ εἶδεν αὐτὴν ὅλως ὑγιᾶ, ἐθαύμασε καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· «Μοὶ φαίνεται, ὅτι ὅλοι οἱ περιεστῶτες ἐννοοῦσι τὸ ὅτι οἱ μεγάλοι θεοὶ πολὺ σὲ ἀγαπῶσι, διότι ἰδού. Διὰ νὰ λυπηθῶσι τὴν ὡραιότητά σου, ἰάτρευσαν τὰς πληγάς σου, διὰ νὰ μὴ ἔχῃς ἀσχημίαν τινά. Μὴ λοιπὸν φανῇς ἀχάριστος πρὸς αὐτούς, ἀλλ’ ἐλθὲ μετ’ ἐμοῦ εἰς τὸν ναὸν αὐτῶν καὶ προσκύνησον αὐτούς».