Πολλάκις, ὅταν οἱ γονεῖς αὐτῆς ὡμίλουν περὶ γάμου, διότι τὴν εἶχον μονογενῆ καὶ ἤθελον νὰ ἴδωσιν ἐξ αὐτῆς κληρονομίαν τοῦ γὲνους, αὕτη ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς τοιούτους λόγους, μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ συνέσεως· «Ὦ τιμιώτατοι γονεῖς! Ὄχι διότι ἡ παρακοὴ τῶν παίδων πρὸς τοὺς γονεῖς εἶναι καλή, διὰ τοῦτο δὲν σᾶς ἀκούω νὰ λάβω σύζυγον, ἀλλὰ διότι ἐγὼ προτιμῶ καλλίτερον τὴν παρθενίαν καὶ θέλω νὰ γίνω νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μου. Ἐξ ἄλλου εἰς τί θὰ ὠφελήσῃ ὁ γάμος; Ποία γυνὴ ὑπανδρεύθη καὶ δὲν μετενόησε; Ποία ἔγινε μήτηρ καὶ δὲν ἐλυπήθη; Διότι ἢ τὸ παιδίον αὐτῆς ἀποθνήσκει, ἢ ὁ σύζυγος αὐτῆς ἢ ὁ συγγενής του καὶ ἀναγκαίως θὰ ἔχη θλῖψιν. Ἡ παρθενία ὅμως δὲν ἔχει λύπην, οὔτε φροντίδας πολλάς. Διότι γυνή, ἥτις νυμφεύεται, προσέχει πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν σύζυγόν της, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἔχει φροντίδα πῶς νὰ ἐνδύσῃ τὰ τέκνα της, καὶ πῶς νὰ τὰ διαθρέψῃ. Ἐὰν δὲ μείνη χήρα, ἀλλοίμονον εἰς τὴν συμφοράν της; Τότε ἔχει περισσοτέραν θλῖψιν καὶ μέριμναν. Ἐκείνη δὲ ἥτις παρθενεύει, ἄλλην φροντίδα δὲν ἔχει, εἰ μὴ μόνον πῶς νὰ εἶναι ἀρεστὴ εἰς τὸν Χριστόν. Διατί λοιπὸν θέλετε, γονεῖς μου, νὰ μὲ ὑποβάλετε εἰς τοσαύτας φροντίδας; Ἡ Κυρία Θεοτόκος δὲν ἦτο παρθένος; Ἀφῆτε λοιπὸν καὶ ἐμὲ νὰ γίνω δούλη Ἐκείνης. Ἀρκεῖ ἡ χάρις Αὐτῆς νὰ μὲ διαφυλάξῃ· διότι δυνατὴ εἶναι ἡ βοήθεια Αὐτῆς, ἵνα καὶ ἐμὲ ἐνισχύσῃ. Ἔχω θάρρος εἰς τὸν μονογενῆ Αὐτῆς Υἱόν, ὅστις ἀγαπᾷ τὴν παρθενίαν». Τοιούτους λόγους ἀκούοντες οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ηὐχαρίστουν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, τὸν δωρήσαντα εἰς αὐτοὺς τοιοῦτον εὐλογημένον τέκνον.
Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἄνθρωπός τις, εἰδωλολάτρης μὲν κατὰ τὴν θρησκείαν, πλούσιος δὲ πολύ, εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας. Οὗτος λοιπὸν ὁ ἄρχων, ἀκούων περὶ τῆς Κυριακῆς ὅτι εἶναι νέα καὶ ὡραιοτάτη, καὶ ὅτι οὐδεμία ἄλλη κόρη ὑπερέχει αὐτῆς κατὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν γνῶσιν, ἀπεφάσισε νὰ τὴν δώσῃ ὡς νύμφην εἰς τὸν υἱόν του, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν γνῶσίν της, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι ἦτο μονογενὴς καὶ ἔμελλεν ὁ πολὺς πλοῦτος τῶν γονέων αὐτῆς νὰ περιέλθῃ εἰς τὰς χεῖράς του. Ἔχων λοιπὸν τὸν τοιοῦτον σκοπὸν ὁ ἄρχων ἐκεῖνος ἐμήνυσεν εἰς τοὺς γονεῖς τῆς Ἁγίας, ἵνα στέρξωσι καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ συνοικέσιον. Ἀλλ’ ἡ Ἁγία, ἐπειδὴ ἦτο ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεὸν ψυχῇ τε καὶ σώματι, δὲν ἠθέλησεν οὐδόλως νὰ ἀκούσῃ τὸν τοιοῦτον λόγον. Μόνον εἶπεν· «Ἐγὼ εἶμαι νύμφη καθαρὰ τοῦ Χοιστοῦ μου καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἀποθάνω παρθένος».