Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ΚΥΡΙΑΚΗΣ.

Ὅσοι ἔχουσι πλοῦτον καὶ δὲν γεννῶσι τέκνον, αὐτοὶ γνωρίζουσιν ὁποία θλῖψις εἶναι ἡ ἔλλειψις τέκνου. Τί λοιπὸν συνέβη; Παρεκάλουν καὶ οἱ δύο τὸν Θεὸν νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς τέκνον, οὐχὶ μόνον πρὸς κληρονομίαν τοῦ πλούτου των, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς παρηγορίαν τῶν θλίψεων αὐτῶν. Ὅθεν ὁ Θεός, ὁ εὐλογήσας τὴν στεῖραν Σάρραν νὰ γεννήσῃ τὸν Ἰσαάκ, τὴν Ἐλισάβετ νὰ γεννήσῃ τὸν Πρόδρομον καὶ τὴν Ἄνναν νὰ γεννήσῃ τὴν Παρθένον Μαριάμ, ἐπήκουσε καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας, συλλαβοῦσα ἡ Εὐσεβία, ἐγέννησε εἰς τὸν διωρισμένον καιρὸν τὴν Ἁγίαν ταύτην ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Διὰ τοῦτο, ὅταν τὴν ἐβάπτισαν, ἔδωσαν εἰς αὐτὴν τὸ ὄνομα Κυριακή.

Ἐκ μικρᾶς ἀκόμη ἡλικίας, ἡ σεμνὴ αὕτη κόρη ἐδείκνυεν ὁποία ἤθελε καταστῆ ἀργότερον. Διότι δὲν ἔπαιζεν ἀτάκτως, καθὼς τὰ ἄλλα κοράσια, οὔτε ἠσχολεῖτο εἰς ἀπρεπῆ παιγνίδια, οὔτε εἰς ἀργολογίας, καθὼς σήμερον πράττουσι πολλὰ κοράσια, οὔτε τοὺς περιπάτους ἠγάπα, ἀλλὰ καθημένη εἰς τὴν οἰκίαν τῶν γονέων της, μετὰ πολλῆς εὐλαβείας καὶ προσοχῆς ἠκροᾶτο τὰς νουθεσίας αὐτῶν. Ὅτε δὲ ἔφθασεν εἰς ὥριμον ἡλικίαν, τότε περισσότερον ἐφάνη ἡ σωφροσύνη της, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὴν ψυχήν της. Διότι ὅσον ηὔξανε τὸ σῶμά της, τοσοῦτον καὶ ἡ γνῶσις αὐτῆς ἐπλήθυνε καὶ τὸ κάλλος ἔλαμπεν. Οὐδόλως ἠκούετο ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἀργολογία ἢ κατάκρισις ἢ ψεῦδος, καθὼς συμβαίνει σήμερον μὲ πολλὰς γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι, ἐνῷ πρέπει νὰ ἵστανται μετὰ πολλῆς εὐλαβείας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, συνομιλοῦσι καὶ κατακρίνουσιν ἡ μία τὴν ἀλλην. Εἰς τοὺς γάμους, ἐνῷ πρέπει νὰ κάθηνται σωφρόνως καὶ εὐτάκτως, ᾄδουσι καὶ χορεύουσιν. Εἰς τὰς ἑορτάς, ἐνῷ πρέπει νὰ ἀκροάζωνται μετὰ πάσης ἡσυχίας τὴν ψαλμῳδίαν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, συναθροίζονται καὶ χορεύουσι. Τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι ἔχουσι πρὸς ἔπαινόν των τὸ ποία θὰ στολισθῇ καὶ θὰ χορεύσῃ καλλίτερον. Οὐαὶ τῆς ἀπωλείας!

Ἀλλ’ ἡ Ἁγία δὲν ἔπραττε τοιουτοτρόπως, οὐδὲ μετεχειρίζετο τὸ κάλλος της εἰς ἔρωτας νέων ἀτάκτων, δηλαδὴ νὰ στολίζεται ἢ νὰ ψιμυθιοῦται διὰ νὰ ἀρέσῃ εἰς τοὺς νέους, οὔτε παρέκυπτεν ἀπὸ τὰ παράθυρα διὰ νὰ ἀγρεύῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνδρῶν. Καὶ πάντοτε ἓν ἔργον εἶχεν ὡς ἀπαραίτητον, νὰ στολίζῃ τὴν ψυχὴν αὐτῆς μὲ νηστείας, μὲ ἐγκράτειαν, μὲ σιωπήν, μὲ προσευχήν, μὲ τὴν φύλαξιν τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ μὲ τὸ νὰ συγκρατῇ τὴν γλῶσσαν. Πολλοὶ ἄρχοντες ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἐπεθύμησαν νὰ δώσωσιν αὐτὴν ὡς νύμφην εἰς τοὺς υἱούς των, ἀλλ’ αὕτη, ἀγαπῶσα τὴν παρθενίαν, κατὰ μίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, δὲν ἤθελεν οὔτε κἂν νὰ ἀκούσῃ λόγον περὶ γάμου.