Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἐπροσκύνησαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, εὑρῆκαν ξυλουργὸν καὶ ξύλον παλαιόν, τὸ ὁποῖον ὡμοίαζε μὲ τὸ ξύλον τοῦ κιβωτίου, καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ τὸ κάμῃ κρυφίως κατὰ τὰ μέτρα, ὅπου τοῦ ἔδωσαν. Ἔγινε δὲ τοῦτο ἀπολύτως ὅμοιον ὡς τὸ πρωτότυπον, καὶ λαβόντες αὐτὸ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ χωρίον χαρούμενοι, μὲ δῶρα πρὸς τὴν γυναῖκα πολύτιμα, ἐξόχως δὲ θυμιάματα καὶ ἀρώματα εὐωδέστατα, διὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν ἁρμόδια. Τούτους ὑπεδέχθη ἡ γραῖα χαίρουσα, καὶ ἐδείπνησαν ἀπὸ κοινοῦ πάλιν καὶ συνηυφράνθησαν.
Ἔπειτα τοὺς ἔβαλε νὰ κοιμηθοῦν εἰς τὸ ἱερὸν οἰκητήριον, χωρὶς νὰ ἔχῃ ὑποψίαν τινα ποσῶς πρὸς αὐτούς. Οὗτοι δὲ ἔχοντες, ὡς ἐπόθουν, εὐκαιρίαν, ἔκλαιον ὅλην τὴν νύκτα σχεδὸν εὐχόμενοι καὶ βρέχοντες τὴν γῆν μὲ τὰ δάκρυά των, ἔκειντο δὲ πρηνεῖς εἰς τὴν γῆν καὶ ἐδέοντο τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ταῦτα λέγοντες ταπεινῶς καὶ ἡσύχως. «Ἠξεύρομεν, ὦ θειοτάτη καὶ ὑπερένδοξε Δέσποινα, ὅτι ἐπειδὴ ἐτόλμησεν ὁ Ζᾶν ἐκεῖνος νὰ ἐγγίσῃ τῆς Κιβωτοῦ, ἐστερήθη τῆς παρούσης ζωῆς μὲ ἐξαφνικὸν καὶ ἐλεεινὸν θάνατον· πῶς λοιπὸν νὰ τολμήσωμεν ἡμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, νὰ λάβωμεν εἰς τὰς μεμολυσμένας χεῖρας, ἡμῶν τὴν ἄχραντον καὶ ἁγίαν Ἐσθῆτά σου, χωρὶς νὰ μᾶς δώσῃς συγχώρησιν; Πλὴν ἐπειδὴ πιστεύομεν βέβαια, ὅτι εἶναι ὁρισμός σου καὶ θέλημα, νὰ ἔλθῃ καὶ οὗτος ὁ πολυτίμητος θησαυρὸς εἰς τὴν τιμῶσάν σε Πόλιν, τὴν σὴν ἐπώνυμον, εἰς ἀσφάλειαν καὶ περιποίησιν τῶν πιστῶν βασιλέων καὶ πάντων τῶν ὀρθοδόξων δούλων σου, καὶ σωτηρίαν διαιωνίζουσαν, διὰ τοῦτο τολμῶμεν νὰ ἐγγίσωμεν οἱ ἀνάξιοι εἰς τὸ ἅγιον τοῦτο Κιβώτιον, καὶ ἡ χάρις σου νὰ μᾶς συγχωρήσῃ τὴν τόλμην μας».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ὅμοια ὁλονυκτὶς λέγοντες, καὶ τὸ ἔδαφος ὅλον τῆς γῆς μὲ δάκρυα βρέχοντες, ἐπληρώθησαν ἐξαίφνης θάρσους συγκερασμένου μὲ εὐλάβειαν· ὅθεν τρέμοντες ἅμα καὶ χαίροντες, ἐπλησίασαν μὲ δάκρυα, καὶ λαμβάνοντες ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν κιβώτιον, ὅταν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς ἐκοιμῶντο, ἀφῆκαν ἐκεῖ τὸ ἄλλο, ὅπερ κατεσκεύασαν ὅμοιον, τὸ ὁποῖον ἐσκέπασαν μὲ χρυσοῦν δέρμα ὡραῖον, τὸ ὁποῖον εἶχον φέρει μεθ’ ἑαυτῶν. Ἡ δὲ γυνὴ νομίζουσα ὅτι διὰ εὐλάβειαν τὸ ἔκαμαν, δὲν ὑπωπτεύθη τίποτε. Καὶ μὲ τὸν τρόπον τοῦτον ἠδυνήθησαν νὰ τελέσουν τὸ ἔργον, χωρὶς νὰ ἐννοήσῃ τὴν κλοπὴν ἡ ἀπονήρευτος γερόντισσα. Πλὴν ἦτο καὶ Θεοῦ θέλημα νὰ ἔλθῃ ὁ πολυτίμητος αὐτὸς θησαυρὸς εἰς τὴν βασιλεύουσαν.