Ὅσον δὲ τὴν ἀπεστρέφετο ὁ σαρκικός της πατὴρ καὶ ἐπίγειος, τοσοῦτον ὁ οὐράνιος καὶ αἰώνιος τὴν ἐδέχετο, τὸν ὁποῖον καὶ αὐτὴ ἠγάπα ἐξ ὅλης καρδίας της, ὅσους δὲ ἔβλεπε νὰ τοὺς βασανίζουν καὶ νὰ τοὺς φονεύουν διὰ τὸ ὄνομά του ἢ τοὺς ἔδερον, αὐτὴ τοὺς ἐσέβετο καὶ ἐπόθει νὰ εἶναι μετ’ αὐτῶν, καὶ ἐμελέτα νὰ μαρτυρήσῃ καὶ αὐτὴ διὰ τὸν Χριστόν, ὅταν οἰκονομήσῃ ἡ χάρις του καθὼς καὶ ἐγένετο, διότι ἀφοῦ μὲ τὸν λόγον καὶ τὸν λογισμὸν ἐπίστευεν εἰς τὸν Χριστὸν ἔπρεπε νὰ τὸν δοξάσῃ καὶ μὲ τὰ ἔργα, ἤτοι νὰ βασανισθῇ καὶ αὐτή, νὰ δοκιμασθῇ εἰς τὴν πίστιν, διὰ νὰ συνδοξασθῇ εἰς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Μάρτυρας. Ὁ δὲ τρόπος τῆς ἀθλήσεως τῆς Ἁγίας οὕτως ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας της.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἷς Ἔπαρχος, τὸ ὄνομά του Ὀλύμβριος, ἄγριος καὶ θηριόγνωμος ἄνθρωπος. Οὗτος ἔτυχε καὶ ἤρχετο ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας, μεταβαίνων εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ κατὰ τύχην εἶδεν εἰς τὸν δρόμον τὴν καλλιπάρθενον Μαρῖναν, ἥτις ἐπορεύετο εἰς τὸ πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δὲ τὸ τόσον κάλλος αὐτῆς καὶ τὴν ὡραιότητα, ἐτρώθη εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ σαρκικὸν ἔρωτα, διότι ἦτο ἡ κόρη πολὺ ὡραία, ἔβαλε δὲ εἰς τὸν νοῦν του νὰ τὴν λάβῃ γυναῖκα ὁ τρισκατάρατος· ὅθεν προσέταξε νὰ τοῦ τὴν φέρουν εἰς τὸ κριτήριον. Καθὼς λοιπὸν τὴν ἐπῆραν, προσηύχετο εἰς τὸν δρόμον νὰ τῆς δώσῃ ὁ Κύριος σοφίαν καὶ δύναμιν νὰ φυλάξῃ ἕως τέλους τὴν εὐσέβειαν, νὰ νικήσῃ τὰ κολαστήρια καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εἰς τὸ παλάτιον, τὴν ἐρώτησεν ὁ ἄρχων νὰ εἴπῃ τὸ ὄνομα, τὸ γένος καὶ τὸν Θεὸν τὸν ὁποῖον ἐπίστευεν. Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο ἄφοβα· «Μαρῖναν μὲ λέγουσιν, εἶμαι ἐλευθέρων γονέων τέκνον, εὔχομαι δὲ νὰ γίνω δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρός μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἔκαμεν ὅλον τὸν κόσμον». Βλέποντες οἱ παρόντες τοσοῦτον κάλλος καὶ ἀκούοντες τοιαύτην ἀπόκρισιν εὔτολμον ἐθαύμασαν. Πλὴν ἐφυλάκισαν αὐτὴν ἕως τὴν ἄλλην ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶχον ἑορτὴν πάνδημον καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν εἰς τὴν θυσίαν ἅπαντες.
Ὅταν λοιπὸν συνήχθησαν διὰ τὴν ἑορτὴν ἔφεραν καὶ τὴν Ἁγίαν, ἐλπίζοντες, ὅτι θέλει θυσιάσει καὶ αὕτη, ὅταν ἴδῃ αὐτοὺς θυσιάζοντας. Ἀλλὰ ματαίως οἱ μάταιοι καὶ ἀφρόνως ἐμελέτησαν. Διότι ἐκείνη ποσῶς δὲν ἐνικήθη οὔτε μὲ κολακείας, ὅσας τῆς εἶπεν ὁ ἄρχων, ὑποσχόμενος εἰς αὐτὴν πλούσια χαρίσματα, οὔτε τὰς ἀπειλάς του ποσῶς ἐφοβήθη, ὅτι τὴν ἐφοβέριζε νὰ τῆς ἐπιβάλῃ μύρια κολαστήρια.