Φθάσας λοιπὸν εἰς τὸν ποταμὸν Γάλλον, ὅστις ρέει πλησίον τοῦ Κυμιναίου ὄρους, ἐπέρασαν τὴν γέφυραν τοῦ Μονοκαμάρου, τότε δὲ προσέταξε τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτὸν διὰ ὑπηρεσίαν του νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν πατέρα του, αὐτὸς δὲ θὰ ἤρχετο βραδύτερον. Κρατήσας δὲ ὀλίγους εἰς τὴν συνοδείαν του, ἀπῆλθον εἰς τὸ χωρίον Κερσίνην, τὸ ὁποῖον κεῖται εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους. Ἐκεῖ, καθὼς ἡτοίμαζον οἱ ὑπηρέται τὴν τράπεζαν, ἐπῆρεν ὁ Μανουὴλ χωρικόν τινα παράμερα καὶ τὸν ἠρώτα, ἐὰν ὑπῆρχεν ἐκεῖ πλησίον Μοναχός τις ἐνάρετος. Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ἐδῶ εἰς τὸ ὄρος διαμένει ἕνας Ἅγιος Γέρων, Ἰωάννης ὀνομαζόμενος, Ἑλλαδίτης τὸ ἐπώνυμον, μὲ τοῦ ὁποίου τὰς νουθεσίας πολλοὶ σῴζονται». Εὐθὺς ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ Μανουὴλ δὲν ἐζήτησε τράπεζαν, ἀλλὰ ἐπῆρε μόνον ἕνα, τὸν πρῶτον ἄνθρωπον τοῦ πατρός του, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸν Γέροντα. Πίπτων τότε εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ ἔκλαιε θεομότατα. Ὁ δὲ Ὅσιος ἐθαύμασε βλέπων τὸν στολισμὸν τῶν ἱματίων, τὸ πλῆθος τῶν δακρύων καὶ τὸ νεάζον τῆς ἡλικίας του, καὶ τὸν ἠρώτα τίς καὶ πόθεν ἦτο καὶ τὴν αἰτίαν τῆς τοσαύτης θλίψεως. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Δὲν ἔχω θλῖψιν τινά, πάτερ μου, μόνον ζητῶ τὴν σωτηρίαν μου». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Γέρων· «Μήπως εἶσαι δοῦλος τινός, καὶ σοῦ ἔτυχε συμφορὰ μεγάλη; Εἰπὲ τὴν ἀλήθειαν, ποῖος ἄνθρωπος εἶσαι καὶ πῶς καὶ ποῦ εὗρες αὐτὰ τὰ πλούσια φορέματα;». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Δοῦλος εἶμαι τοῦ Θεοῦ, υἱὸς δὲ πλουσίου πατρός, ἔχων δὲ πόθον πολὺν νὰ μονάσω, ἦλθα ἀπὸ τόπον μακρινὸν μὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου ὑπεσχέθην, ἐὰν ἐπιτύχω τοῦ ποθουμένου, νὰ τοῦ χαρίσω τὸν ἵππον μου».
Ταῦτα εἰπόντος ἔστερξεν ὁ Γέρων νὰ τὸν κρατήσῃ, βλέπων τὴν ζέσιν καὶ τὸν πόθον του. Παρεκάλεσε τότε τὸν ἄνθρωπον του νὰ πάρῃ τὸ ἄλογον, νὰ ἐπιστρέψῃ μὲ τοὺς συντρόφους εἰς τὸν πατέρα του. Τότε ἐκεῖνος καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ὑπήκουσε καὶ ἔστρεψε κλαίων· ὁ δὲ Μανουήλ, τρωθεὶς τὴν καρδίαν ἀπὸ θεῖον ἔρωτα, ἐβίαζε καθ’ ἡμέραν τὸν Ἅγιον Γέροντα νὰ τὸν τελειώσῃ Μοναχόν, διότι ἐφοβεῖτο μήπως τὸν ἀποσπάσῃ βιαίως ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ τὸν στερήσῃ τοῦ πόθου του. Ἰδὼν λοιπὸν ὁ Γέρων τὴν τοσαύτην δίψαν, τὴν ὁποίαν εἶχε, τὸν ἐκούρευσε Μοναχὸν τὴν τετάρτην ἡμέραν καὶ τὸν ἐνέδυσε τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα ὀνομάσας αὐτὸν Μιχαήλ, ἀντὶ Μανουήλ.