Λόγος εἰς τὰ Ἅγια ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ Τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Εὐαγγέλιον ὅτι ἐάν τις δὲν ἀναγεννηθῇ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἐκεῖνος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέγα καὶ ἀναγκαῖον εἶναι τὸ ἅγιον Βάπτισμα, καὶ διὰ νὰ μᾶς βεβαιώσῃ τοῦτο ὁ Χριστός, δι’ αὐτὸ ἐβαπτίσθη καὶ ὄχι διὰ νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ ἁμαρτίας. Ἰδοὺ σὺν Θεῷ ἐδιαλύσαμεν τὸ πρῶτον ζήτημα.

Δεύτερον ζήτημα εἶναι· Διατί δὲν ἐβαπτίσθη εἰς ἄλλον ποταμόν, ἀλλ’ εἰς τὸν Ἰορδάνην; Καὶ λέγομεν εἰς αὐτό, ὅτι πολλὰ θαύματα εἶχον γίνει εἰς αὐτὸν τὸν ποταμόν, καὶ ἦτο πλήρης χαρίτων ὡς ἡγιασμένος, διὰ τοῦτο ὅθεν καὶ ὁ Χριστὸς ἐπῆγεν εἰς αὐτόν. Ἔγιναν δὲ ἐκεῖ τὰ ἑξῆς θαύματα. Πρῶτον θαῦμα ἔγινεν, ὅταν διῆλθε δι’ αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μὲ τὴν κιβωτόν, τοῦτο δὲ ἔγινεν οὕτως. Ὁ μέγας ἐκεῖνος Προφήτης Μωϋσῆς, ὅταν ἀπέθνησκεν, ἀφῆκε διάδοχον τῆς ἀρχηγίας του τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἐπῆρε τὴν ἡγεσίαν τῶν Ἑβραίων, πορευόμενος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκυρίευσε τὰ φρούρια ὅλα, καὶ τοὺς βασιλεῖς ὅσους συνήντα εἰς τὸν δρόμον του. Μέλλων δὲ νὰ ὑπάγῃ καὶ εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἔστειλε δύο νέους ἔμπροσθέν του νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἱεριχὼ νὰ τὴν κατασκοπεύσουν. Ἐπῆγαν λοιπὸν οἱ στρατιῶται εἰς τὸν οἶκον μιᾶς πόρνης καὶ ἐκρύβησαν. Οἱ δὲ ἄνθρωποι τῆς πόλεως, ὅταν τοὺς εἶδον, ἐγνώρισαν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἐνδυμασίαν, ὅτι εἶναι ξένοι καὶ ἐζήτουν νὰ τοὺς φονεύσου, ἡ δὲ πόρνη ἐκείνη, Ραὰβ τὸ ὄνομα, ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς ὁδὸν διαφυγῆς. Δι’ αὐτὴν τὴν καλωσύνην τῆς εἶπον οἱ στρατιῶται, ὅτι ἡμεῖς ἀνάγκη εἶναι νὰ πάρωμεν τὸ φρούριον αὐτό, μόνον βάλε σημεῖον ἀναγνωρίσεως εἰς τὴν οἰκίαν σου, ὅταν λεηλατῶμεν τὰς ἄλλας οἰκίας, νὰ μὴ πειράξωμεν τὴν ἰδικήν σου, μήτε νὰ πάθῃς κακόν.

Ἐξελθόντες τῆς πόλεως κρυφίως οἱ στρατιῶται, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ καὶ εἶπον εἰς αὐτὸν ὅσα εἶδον. Τὴν πρωΐαν ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου ἦσαν στρατοπεδευμένοι, ὅστις ὠνομάζετο Σαττίν, καὶ ἐπῆγαν κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἔμειναν δὲ ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας. Τότε ἐξῆλθον οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑβραίων καὶ διεκήρυξαν εἰς ὅλον τὸ πλῆθος, ὅτι, ὅταν ἴδητε τὴν Κιβωτὸν καὶ τὴν σηκώνουν οἱ δώδεκα ἱερεῖς, νὰ σταθῆτε ὅλοι ὀπίσω, μακρὰν ἀπὸ αὐτὴν ἕως δύο χιλιάδας πήχεις, αὔριον δὲ νὰ μὴ κοιμηθῇ κανεὶς μὲ τὴν γυναῖκά του, μόνον νὰ εἶσθε καθαρισμένοι, ὅτι αὔριον θέλει δείξει ὁ Θεὸς μέγα θαῦμα, εἰς ὅλα τὰ ἔθνη. Τὴν πρωΐαν, ὅταν ἐξημέρωσεν, ἐσήκωσαν οἱ ἱερεῖς τὴν Κιβωτὸν εἰς τὸν ὠμόν των, καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ εἶπε: «Σταθῆτε εἰς τὸν ποταμὸν μὲ τὴν Κιβωτόν, ἕως ὅτου νὰ περάσουν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι». Τότε εἰσῆλθον εἰς


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ δὲ δύναμις ἐκείνων, οἵτινες κατέπεσον εἰς τὰ καταχθόνια, συνετρίβη μὲ τὴν κάθοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἅδην μετὰ τὴν σταύρωσιν, ἀφ’ ὅτου ἀναστὰς συνεξανέστησε καὶ ἅπαν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.