Λόγος εἰς τὰ Ἅγια ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ Τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ἄνθρωποι δὲ ὅλοι προσήρχοντο καὶ ἠρώτων αὐτόν· «Τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν;». Καὶ ἔλεγε προς αὐτούς· «Ὅστις ἔχει δύο χιτῶνας, ἂς δώσῃ τὸν ἕνα εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει· καὶ ὅστις περισσεύει ἄρτον, ἂς δίδῃ εἰς ἐκεῖνον ὅστις στερεῖται». Προσήρχοντο δὲ καὶ οἱ τελῶναι καὶ τὸν ἠρώτων· «Τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν;». Καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτούς· «Προσέχετε ἀπὸ τὸ ἄδικον περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δικαιοῦσθε μὴ παίρνετε· μόνον τὸ διατεταγμένον σας, ἐκεῖνο ζητεῖτε». Ἐπῆγαν δὲ καὶ στρατιῶται καὶ τὸν ἠρώτησαν· «Καὶ ἡμεῖς τί νὰ κάμωμεν διὰ νὰ σωθῶμεν;». Καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτούς· «Προσέχετε, ὥστε κανένα νὰ μὴ πειράζετε, κανένα νὰ μὴ συκοφαντῆτε». Καὶ πάλιν ἠρώτησαν αὐτὸν ἐὰν εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ πάλιν ἀπεκρίθη καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ὑπολαμβάνετε, ἀλλ’ Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἰδοὺ ἔρχεται». Εἶπε δὲ τοῦτο ὁ Πρόδρομος, διότι, καθὼς συνωμίλει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ἔφθασε καὶ ὁ Χριστὸς διὰ νὰ βαπτισθῇ. Τότε, ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁ Πρόδρομος, εἶπε πρὸς τοὺς Ἑβραίους· «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Ἤτοι Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον σᾶς ἔλεγα, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀληθινοῦ, ὅστις ἀνέλαβε τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ τὰς ἐξαλείψῃ.

Τότε προσῆλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔλα νὰ μὲ βαπτίσῃς, ὅτι δι’ αὐτὸ ἦλθα». Λέγει ὁ Πρόδρομος· «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ Σέ, ἵνα μαρτυρήσω καὶ νὰ δεχθῶ ἄλλο βάπτισμα διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ Σὺ ἔρχεσαι νὰ σὲ βαπτίσω ἐγώ; Ὁ Ἰορδάνης βλέπων σε ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἐγὼ νὰ ἀποτολμήσω νὰ σὲ βαπτίσω; Ἐὰν ὁ Μωϋσῆς ἐκεῖνος ὁ θεοπτικώτατος καὶ μέγας Προφήτης ηὐλαβεῖτο νὰ ἴδῃ ποὸς τὸ πρόσωπόν σου, ἐγὼ πῶς νὰ ἐγγίσω τὴν ἁγίαν σου κορυφὴν μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς χεῖράς μου; Χόρτος τῆς γῆς εἶμαι, καὶ πῶς νὰ πλησιάσω πρὸς τὸ πῦρ τὸ ἄστεκτον; Σὺ ἁγίασόν με, Κύριε· Σὺ βάπτισόν με, Δέσποτα· Σὺ καθάρισόν με ἀπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἀποτολμῶ νὰ σὲ βαπτίσω». Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Χριστός· «Ἰωάννη, ἄφες τοὺς τοιούτους λόγους τώρα δὲν εἶναι καιρὸς τῆς τοιαύτης πολυλογίας, οἰκονομίας καιρὸς εἶναι· διὰ τοῦτο ἔγινα ἄνθρωπος· διὰ τοῦτο σάρκα ἐφόρεσα διὰ τοῦτο πτωχὸς καὶ ταπεινὸς ἐφάνην, διὰ νὰ πληρώσω ὅλην τὴν δικαιοσύνην· λοιπὸν βάπτισόν με διὰ νὰ πληρωθῇ ἡ οἰκονομία καὶ ἡ συγκατάβασίς μου ὅλη». Τότε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἐβάπτισε τὸν σαρκωθέντα Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸ δὲ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς περιστερὰ κατέβη ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Χριστοῦ·


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ δὲ δύναμις ἐκείνων, οἵτινες κατέπεσον εἰς τὰ καταχθόνια, συνετρίβη μὲ τὴν κάθοδον τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἅδην μετὰ τὴν σταύρωσιν, ἀφ’ ὅτου ἀναστὰς συνεξανέστησε καὶ ἅπαν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.