«Καὶ πῶς ἠμποροῦμεν νὰ διακρίνωμεν τὴν θεϊκὴν καὶ βασιλικὴν ἄσκησιν ἀπὸ τὴν τυραννικὴν καὶ δαιμονιώδη; Εἶναι φανερὸν ὅτι θέλομεν τὴν γνωρίσει ἀπὸ τὴν συμμετρίαν. Ὅλος ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς σου, ἂς εἶναι Κανὼν τῆς νηστείας· μὴ νηστεύῃς τέσσαρας ἢ πέντε ἡμέρας, καὶ τὰς ἄλλας καταλύεις μὲ πλῆθος φαγητῶν· ὅτι ἡ ἀμετρία εἶναι φθοροποιός· μὴ ἐξοδεύσῃς μίαν φορὰν ὅλα σου τὰ ἄρματα, καὶ ἔπειτα εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πολέμου εὑρεθῆς γυμνός, καὶ νικηθῇς εὔκολα ἀπὸ τὸν ἐχθρόν· τὰ ἄρματα τὰ ἰδικά μας εἶναι τὸ σῶμά μας, ἡ δὲ ψυχὴ εἶναι ὁ στρατιώτης· λοιπὸν ἐπιμελοῦ καὶ τὰ δύο καθὼς ἀπαιτεῖ ἡ χρεία· καὶ ὅταν εἶσαι νέος καὶ ὑγιής, νήστευε, διότι θέλει ἔλθει τὸ γῆρας μαζὶ μὲ ἀσθένειαν· διὰ τοῦτο ὅσον δύνασαι, σύναξον τροφὰς διὰ νὰ τὰς εὕρῃς, ὅταν ἀδυνατήσῃς· νήστευε μὲ λογαριασμὸν καὶ ἀκρίβειαν, διὰ νὰ μὴ ἔμβῃ κρυφίως ὁ ἐχθρὸς εἰς τὴν πραγματείαν καὶ τὸ κέρδος τῆς νηστείας σου, μὲ τὸ μέσον τῆς ἀδιακρισίας· ὅτι διὰ τοῦτο, καθὼς νομίζω, εἶπεν ὁ Κύριος· «Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζῖται», ἤτοι γνωρίζετε μὲ ἀκρίβειαν τὸ βασιλικὸν νόμισμα. Διότι εἶναι καὶ ἄλλα νομίσματα παραχαραγμένα, καὶ ἡ φύσις τοῦ χρυσοῦ εἶναι ἡ αὐτή, ὃμως διαφέρει κατὰ τὸ χάραγμα καὶ τὴν σφραγῖδα. Καὶ ὁ χρυσὸς ὅπου λέγω εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐλεημοσύνη· ἀλλ’ ὅμως καὶ οἱ Ἕλληνες μεταχειρίζονται τὰς ἀρετὰς ταύτας, καὶ οἱ αἱρετικοί, καὶ βάλλουν εἰς αὐτὰς τὴν ἰδικήν των σφραγῖδα· ὅθεν ἡμεῖς πρέπει νὰ προσέχωμεν καὶ νὰ ἀποφεύγωμεν αὐτοὺς ὡς παραχαράκτας, διὰ νὰ μὴ περιπέσωμεν εἰς αὐτοὺς ἀγυμνάστως καὶ ζημιωθῶμεν. Λοιπὸν πρέπει νὰ δεχώμεθα μὲ ἀκρίβειαν τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου τυπωμένον μὲ τὰς θεϊκὰς ἀρετάς, ἤτοι μὲ πίστιν ὀρθὴν καὶ μὲ ἔργα σεμνά».
«Πρέπον εἶναι ἡμεῖς αἱ Μοναχαὶ νὰ κυβερνῶμεν, μὲ κάθε διάκρισιν τὴν ψυχήν μας, καὶ ἐὰν εἴμεθα εἰς Κοινόβιον νὰ μὴ ζητοῦμεν τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἀλλὰ νὰ ὑποτασσώμεθα εἰς τὴν πνευματικήν μας μητέρα, τὴν Ἡγουμένην· ἡμεῖς παρεδώκαμεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς ἐξορίαν, ἤτοι ἐξήλθομεν ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων· ἂς μὴ ζητήσωμεν πάλιν τὰ αὐτά· ἐκεῖ εἰς τὸν κόσμον εἲχομεν δόξαν ἐδῶ ἂς ἔχωμεν χρείαν καὶ τοῦ ἄρτου· ἐκεῖ εἰς τὸν κόσμον, ἐκεῖνοι, οἵτινες πταίουν, βάλλονται εἰς φυλακὴν καὶ μὴ θέλοντες· καὶ ἡμεῖς ἐδῶ ἂς φυλακίσωμεν θεληματικῶς τὸν ἑαυτόν μας, διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, διὰ νὰ ἀποδιώξῃ τὴν μέλλουσαν κόλασιν ἡ θεληματικὴ φυλακή μας».