«Ἂν νηστεύῃς, μὴ προφασισθῇς ὅτι ἠσθένησες, διὰ νὰ καταλύσῃς· ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ὅπου δὲν νηστεύουν, πίπτουν εἰς τὰς αὐτὰς ἀσθενείας· ἤρχισες τὸ καλόν; μὴ τὸ ἀφήσῃς μὲ τὸ νὰ σὲ ἐμποδίζῃ ὁ ἐχθρός, ἀλλὰ ὑπόμεινον, διὰ νὰ καταργήσῃς τὸν διάβολον μὲ τὴν ὑπομονήν σου· διότι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν νὰ ταξιδεύουν, ὅταν εὕρουν ἐπιτήδειον ἄνεμον, ἁπλώνουν τὰ ἱστία καὶ τρέχουν· καὶ πάλιν ὅταν εὕρουν ἐναντίον ἄνεμον, δὲν τὰ καταβιβάζουν εὐθύς, ἀλλὰ ὑπομένουν ὀλίγον, ἢ καὶ μονάχα πολεμοῦντες μὲ τὴν τρικυμίαν, καὶ κάμνουν τὸ ταξίδιόν των· ἔτσι καὶ ἡμεῖς, ὅταν τύχῃ νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ τρικυμία, ἂς ἁπλώσωμεν τὸν Σταυρὸν ἀντὶ ἱστίου, ἂς κάμωμεν ἀφόβως τὸ ταξίδιόν μας».
Αὐτὰ ἦσαν τὰ διδάγματα, ἢ καλλίτερα νὰ εἰπῶ τὰ ἔργα τῆς παναρέτου Συγκλητικῆς· καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ μεγάλα ἔργα καὶ λόγια ἐγνωρίσθησαν καὶ ἐδιδάχθησαν ἀπὸ αὐτήν, πρὸς ὠφέλειαν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὰ ἤκουσαν καὶ τὰ εἶδον, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἱκανὴ γλῶσσα ἀνθρώπου νὰ τὰ διηγηθῇ διὰ τὸ πλῆθος. Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος διάβολος, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὸ τοσοῦτον πλῆθος τῶν καλῶν, κατετρώγετο καὶ ἐστοχάζετο μὲ τὶ τρόπον νὰ ἠμπορέσῃ νὰ θολώσῃ τὴν λαμπρότητα τῶν προτερημάτων της. Καὶ λοιπὸν ἐζήτησε, κατὰ θείαν συγχώρησιν, αὐτὴν τὴν γενναιοτάτην παρθένον, διὰ νὰ ἀγωνισθῇ μὲ αὐτὴν τὸν τελευταῖον ἀγῶνα, καὶ μὲ τόσην ἔχθραν τὴν ἐπολέμησεν, ὥστε δὲν ἤρχισε τὴν πληγὴν ἀπὸ τὰ ἔξωθεν μέλη τοῦ σώματός της, ἀλλὰ πληγώνων τὰ ἐντόσθιά της τῆς ἐπροξενοῦσεν ἐκ βάθους πόνον σφοδρόν, ὥστε ἦτο ἀπαρηγόρητος ἀπὸ τὴν βοήθειαν τῶν ἀνθρώπων· καὶ πρῶτον ἐπλήγωσε τὸν πνεύμονά της, τὸ ἀναγκαιότατον εἰς τὴν ζωὴν μέλος της· ἔπειτα κατ’ ὀλίγον ἤναπτε τὴν κακίαν του μὲ ἀσθενείας ὀλεθρίας· διότι ἠμποροῦσεν εἰς ὀλίγον καιρὸν νὰ τῆς προξενήσῃ τὸν θάνατον, ἀλλ’ ὁ κατάρατος ἔδειξε τὴν κακίαν του εἰς αὐτὴν μὲ πολυκαιρίαν καὶ μὲ πολλὰς πληγάς, ὡς αἱμοβόρος φονεύς· ἐπειδὴ ἀνέλυσε ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὸν πνεύμονά της, καὶ τὴν ἔκαμε νὰ τὸν πτύσῃ ἔξω ὅλον μὲ τὰ αἱματώδη πτύσματα· ἔπασχεν ἀκόμη καὶ ἀπὸ θερμασίαν παντοτεινήν, ἡ ὁποία ἔφθειρε τὸ σῶμά της ὡς κηρόν.