Ἡ δὲ μακαρία Συγκλητικὴ ἔβλεπε φανερὰ τὸν ἐχθρόν, ὅστις τὴν ἐπολέμει, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐπέτρεπε νὰ τῆς προσφέρουν οὐδεμίαν ἀνθρωπίνην βοήθειαν, αἱ δὲ ἀδελφαὶ τὴν παρεκάλουν νὰ ἀλείφῃ τουλάχιστον τὴν πληγὴν μὲ μύρα διὰ τὴν ἰδικήν των ἀσθένειαν, ἀλλὰ δὲν ἐδέχετο· διότι ἐστοχάζετο, ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν, τὴν ὁποίαν ἐλάμβανεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξέπιπτεν ἀπὸ τὸν ἔνδοξον ἀγῶνα, τὸν ὁποῖον εἶχε μὲ τὸν ἐχθρόν. Αἱ δὲ ἀδελφαὶ ἐκάλεσαν ἕνα ἰατρόν, διὰ νὰ τὴν καταπείσῃ αὐτός, εἰς τὸ νὰ δεχθῇ τινὰ θεραπείαν. Ὅμως ἡ Ὁσία δὲν ἔστεργε λέγουσα· «Τί βλέπετε τὸ φαινόμενον καὶ δὲν ζητεῖτε τὸ κρυπτόμενον; τί ἐρευνᾶτε τὸ γενόμενον, καὶ δὲν θεωρεῖτε ἐκεῖνον ὅστις τὸ ἐνεργεῖ;». Ὁ δὲ ἰατρὸς τῆς εἶπε· «Δὲν ζητοῦμεν νὰ σὲ ἰατρεύσωμεν ἢ νὰ σὲ παρηγορήσωμεν, ἀλλὰ νὰ θάψωμεν, κατὰ τὴν συνήθειαν, τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπερ ἀπεξενώθη ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμά σου καὶ ἐνεκρώθη ἐκ τῆς σήψεως, διὰ νὰ μὴ ἀσθενήσουν αἱ ἀδελφαί, αἵτινες σὲ ὑπηρετοῦν· ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κάμνουν εἰς τοὺς νεκρούς, αὐτὸ κάμνω τώρα καὶ ἐγώ· βρέχω εἰς οἶνον, ἀλόην μὲ σμύρναν καὶ μυρσίνην, καὶ τὰ βάλλω ἐπάνω εἰς τὸ μέρος τὸ ὁποῖον ἐσάπη». Ἀκούσασα ταῦτα ἡ Ὁσία ἐδέχθη τὴν συμβουλήν, διότι ἐλυπήθη τὰς ἀδελφάς, αἵτινες τὴν ὑπηρετοῦσαν.
Τίς δὲν ἔφριξε βλέπων τὴν ἀνυπόφορον ἐκείνην πληγήν; τίς δὲν ὠφελήθη στοχαζόμενος τὴν ὑπομονὴν τῆς Ὁσίας ἢ τὶς δὲν ἐνεδυναμώθη, κατανοῶν τὴν ἧτταν καὶ τὴν πτῶσιν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ διάβολος ἀπὸ αὐτήν; διότι ὁ μιαρὸς ἐπλήγωσε τὴν Ἁγίαν εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔτρεχεν ἡ σωτηριώδης καὶ γλυκυτάτη πηγὴ τῶν λόγων, ἡ δὲ ὑπερβολική του κακία ἐδίωξε κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν καὶ ὡς θηρίον αἱμοβόρον ὥρμησε διὰ νὰ σπαράξῃ τὸ θήραμα, πλὴν ζητῶν αὐτὸς νὰ φάγῃ, ἔγινε φαγητόν, διότι συνελήφθη εἰς τὸ ἄγκιστρον ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματος καὶ βλέπων τὴν Ὁσίαν, ὅτι ἦτο γυνή, τὴν κατεφρόνει ὡς μέρος ἀδύνατον, μὴ γνωρίζων τὸ ἀνδρικόν της φρόνημα· ἔβλεπε τὸ σῶμά της ἀσθενές, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο ὁ τυφλὸς νὰ ἴδῃ τὸν γενναιότατον λογισμόν της. Τρεῖς μῆνας λοιπὸν ἠγωνίσθη ἡ Ὁσία μὲ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, καὶ διεκρατεῖτο ἀπὸ τὴν θείαν δύναμιν, διότι ἡ φυσικὴ δύναμίς της ἠλαττοῦτο, ἐπειδὴ οὔτε νὰ φάγῃ τροφὴν ἠδύνατο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν σῆψιν καὶ δυσοσμίαν, οὔτε νὰ κοιμηθῇ ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πόνους.