Τῇ ΚΓ’ (23ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ἐπισκόπου Ἀγκύρας καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ.

ἀθανασίαν ἐργάζεται». Λέγει ὁ ἄρχων· «Ἄφες τούτους τοὺς μύθους, διὰ τοὺς ὁποίους ζημιώνεσθε τὸ γλυκύτατον φῶς τοῦ ἡλίου, τὸ ὁποῖον οἱ θεοὶ μᾶς ἐχάρισαν, ἐλπίζοντες ν’ ἀπολαύσητε ζωὴν μέλλουσαν· ἀλλὰ ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θέλεις λάβει περισσοτέρας βασάνους, μόνον δὲ τώρα σοῦ δίδω ὀλίγας ἡμέρας ἄνεσιν διὰ νὰ δυναμώσῃς, νὰ βαστάσῃς περισσότερα παιδευτήρια». Λέγει ὁ Ἅγιος· «Μόνον μὲ λόγους φοβερίζεις καὶ μὲ τὸ ἔργον δὲν κάμνεις τίποτε· σοῦ εἶπα ὅτι ὅσον δριμύτερον μὲ θλίβεις εἰς τὴν σάρκα, τόσον εἰς τὴν ψυχὴν μὲ ὠφελεῖς περισσότερον· λοιπὸν ἠξεύρεις τὴν γνώμην μου καὶ κάμε μου ὅσα δύνασαι».

Τότε θυμωθεὶς ὁ ἄδικος προστάσσει νὰ δέρουν τὸν δίκαιον εἰς τὰς σιαγόνας καὶ εἰς τὸ στόμα, ὅτι μόνον ἡ κεφαλὴ ἔμεινεν ἀτιμώρητος. Οἱ δὲ στρατιῶται, βλέποντες τὸν Ἅγιον καταξεσχισμένον, ὡς εἴπομεν, τὸν ἐλυποῦντο νὰ τοῦ δώσουν νεωτέραν βάσανον· τινὲς ὅμως ἄσπλαγχνοι, ὑπακούοντες τοῦ τυράννου, ἐκτυποῦσαν μὲ λίθους, συντρίβοντες τὸ φιλάληθες στόμα του, οὗτος δὲ ἔλεγε· «Μὲ ἐτίμησες νὰ γίνω κοινωνὸς τοῦ Χριστοῦ μου διὰ τὰ ραπίσματα· ἡ μίμησις τοῦ πάθους αὐτοῦ ἐλαφρύνει τοὺς πόνους μου». Ταῦτα εἰπών, προσηύχετο εὐχαριστῶν τὸν Κύριον. Ὁ δὲ τύραννος, θαρρῶν ὅτι δὲν ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ διέταξε νὰ τὸν σηκώσουν καὶ νὰ τὸν φυλακίσουν ἕως ἄλλην του διαταγήν· ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ἐδυνάμωσε καὶ δὲν ἀφῆκε τινὰ νὰ τὸν πλησιάσῃ, ἀλλὰ περιπατῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ του ἔλεγεν· «Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου». Ὁ δὲ ἄρχων ἐθαύμασε πολὺ τὴν καρτερίαν του, λέγων τοιούτους στρατιώτας ἔπρεπε νὰ ἔχουν οἱ αὐτοκράτορες, νὰ μὴ δειλιῶσιν εἰς τοὺς κινδύνους καὶ νὰ πολεμοῦν ἀνδρειότατα· ἀλλὰ ἐγὼ νὰ τὸν στείλω εἰς τὸν βασιλέα, ὅτι ἐκεῖνος μόνον δύναται νὰ τὸν νικήσῃ ὡς ἔμπειρος». Ἔγραψε λοιπὸν ἐπιστολὴν καὶ τὴν ἔστειλεν ὁμοῦ μὲ τὸν μάρτυρα εἰς τὴν Ρώμην, ὅταν δὲν ἐξήρχετο ἀπὸ τὴν χώραν του ὁ μακάριος, τότε ἔκαμε ταύτην τὴν δέησιν· «Κύριε ὁ Θεός μου, φύλαξον τὴν πόλιν σου ταύτην καὶ μὴ ἀφήσῃς τοὺς πιστοὺς δούλους σου νὰ τοὺς νικήσουν οἱ ἀντίδικοι, μήτε ἐμὲ νὰ ἀλλοτριώσῃς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, ἀλλὰ καθὼς ὑπέστρεψες τὸν Ἰακὼβ εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός του καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων του, οὕτω δέομαι τῆς βασιλείας σου, νὰ οἰκονομήσῃ νὰ ἐπιστρέψω πάλιν ἐδῶ εἰς τὴν πατρίδα μου».