τὸν Θεὸν καὶ συνεχωρήθησαν αἱ πολλαί σου ἁμαρτίαι, δύναται νὰ παρακαλέσῃ καὶ διὰ τὴν μίαν. Ὕπαγε λοιπόν, τέκνον μου, καὶ μὴ σταθῇς, διὰ νὰ τὸν προφθάσῃς ζῶντα, διότι, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃς, θέλεις τὸν εὕρει νεκρόν». Ὡς ἤκουσεν ἡ γυνὴ τοὺς λόγους τούτους, ἔσπευσε δρομαίως, ἀλλ’ ὅταν εἰσήρχετο εἰς τὴν Καισάρειαν συνήντησε τὸ λείψανον τοῦ Ἁγίου προπεμπόμενον ὑπὸ παντὸς τοῦ πλήθους.
Εὐθὺς τότε ἤρχισεν ἡ γυνὴ νὰ βοᾷ καὶ νὰ κλαίῃ γοερῶς λέγουσα· «Οἴμοι, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο με ἀπέστειλες εἰς τὴν ἔρημον, ἵνα ἀποθάνῃς ἀνενόχλητος; μὲ ἀπέστειλες εἰς τὸν Ὅσιον Ἐφραὶμ καὶ ἰδού, ἐπέστρεψα ἄπρακτος. Νὰ ἰδῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ κρίνῃ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι, ἂν καὶ ἠδύνασο νὰ κάμῃς νὰ συγχωρηθῇ ἡ ἀνομία μου, μὲ ἀπέστειλες πρὸς ἄλλον». Ταῦτα δὲ εἰποῦσα, ἔρριψε τὸ γράμμα ἐπὶ τῆς κλίνης τοῦ Ἁγίου, διηγουμένη ἐνώπιον πάντων τὴν ὑπόθεσιν. Εἷς δὲ κληρικός, λαβὼν τὸ γράμμα καὶ ἐπιθυμῶν νὰ γνωρίσῃ ὁποία ἦτο ἐκείνη ἡ μεγάλη ἀνομία, ἐξετύλιξε τοῦτο, ἀλλ’ εὗρεν ὅλως διόλου ἄγραφον. Τότε ἐβόησε μεγάλῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν γυναῖκα εἰπών· «Ἄγραφος εἶναι ὅλος σου ὁ χάρτης, ὦ γύναι. Τί λοιπὸν κοπιᾷς; Δὲν γνωρίζεις τὴν τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίαν;». Λαβοῦσα ἡ γυνὴ τὸ γράμμα εἰς τὰς χεῖράς της καὶ ἰδοῦσα τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ τὴν μεγάλην τοῦ Ἁγίου βοήθειαν, ηὐχαρίστησε τὸν Ἅγιον. Οὕτω σωφρόνως καὶ θεαρέστως ζήσασα τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ. Ἀλλὰ πρέπον εἶναι νὰ διηγηθῶμεν καὶ ἄλλο παράδοξον θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἔγινε κατὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Ἁγίου.
Ἑβραῖός τις, Ἰωσὴφ ὀνομαζόμενος, εὑρίσκετο εἰς τὴν Καισάρειαν, ἄριστος εἰς τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην καὶ πολὺ πλούσιος. Οὗτος σπουδάσας καλῶς τὴν ἰατρικὴν και μαθὼν τὰ προγνωστικὰ τοῦ Ἱπποκράτους, ἐγνώριζεν ἀπὸ τὸν σφυγμὸν τὸν ἀσθενῆ, πρὸ τριῶν ἡμερῶν, ἂν μέλλῃ νὰ ζήσῃ ἢ νὰ ἀποθάνῃ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἅγιος Βασίλειος, προγιγνώσκων τὴν μετέπειτα μεταμέλειαν αὐτοῦ, ἠγάπα αὐτὸν καὶ συχνάκις συνωμίλει μετ’ αὐτοῦ περὶ τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν. Οἱ δὲ Χριστιανοί, βλέποντες ὅτι ὁ Ἅγιος συνωμίλει καθ’ ἑκάστην μετὰ τοῦ Ἑβραίου, ἐσκανδαλίζοντο. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος, προβλέπων, ὡς εἴπομεν, ὅτι μέλλει ἀργότερα νὰ γίνῃ Χριστιανός, δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τοῦ νὰ διδάσκῃ διαρκῶς αὐτὸν νὰ βαπτισθῇ καὶ νὰ πιστεύσῃ εἰς τὸν Χριστόν. Ὅμως τότε παρέμενεν ἀμετανόητος καὶ φυλάττων τὴν πατροπαράδοτον μιαρὰν θρησκείαν αὐτοῦ. Ὅταν δὲ ὁ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ ἐπιστρέψῃ τοῦτον, τί ᾠκονόμησεν;