Καὶ Κληρικός τις ἀπὸ τὴν Δαύλειαν, Νικόλαος τὸ ὄνομα, ἀσθενήσας ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὑδρωπικίας, ἐξώδευσε πολλὰ εἰς τους ἰατροὺς καὶ καμμίαν θεραπείαν δὲν εἶδεν, ἀλλ’ ηὐξάνετο τὸ πάθος του περισσότερον καὶ ἐκινδύνευεν εἰς θάνατον. Ὅθεν ἀφήνων καὶ ἰατροὺς καὶ ἰατρικὰ προσέτρεξεν εἰς τὸ κοινὸν καλὸν τῆς Ἑλλάδος, εἰς τὴν ἄμισθον καὶ ἀψευδῆ ἰατρείαν, εἰς τὸν θαυματουργὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μοναχὸς Παγκράτιος, ὅστις ἦτο ἐκεῖ, βλέπων αὐτὸν ἀναμένοντα εἰς τὸν τάφον, ὄχι μόνον τὸν εὐσπλαγχνίσθη καὶ τὸν συνεπόνεσεν, ἀλλὰ ἐπεχείρισε νὰ τοῦ κάμῃ καὶ καμμίαν θεραπείαν καὶ βρέχων εἰς ὕδωρ ἕνα σφουγγάριον, ἀπεσφόγγισε τὸν ἱερὸν τάφον καὶ μὲ αὐτὸ ἔχρισε τὸν ἀσθενῆ ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἐξήλειψεν ὡς κονιορτὸν τὴν ἀσθένειαν ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν ἔκαμεν ὑγιῆ.
Πρὸς τούτοις καὶ ἄλλος Νικόλαος, ὅστις κατήγετο, ἀπὸ χωρίον τι εὑρισκομενον εἰς τὴν Κορώνειαν, δὲν γνωρίζομεν ἀπὸ τὶ αἴτιον (πιθανῶς εὐλογίαν) ἐγέμισεν ὅλο τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ φλυκταίνας (φουσκαλίδας), αἱ ὁποῖαι ἦσαν παρόμοιαι μὲ ἀνημμένους ἄνθρακας καὶ ἀπὸ τὸ πῦον τὸ ὁποῖον ἔτρεχεν ἀπὸ αὐτὰς ὄχι μόνον ἐμολύνετο τὸ πρόσωπόν του, ἀλλὰ καὶ ἐκαίετο ὡσὰν ἀπὸ πῦρ. Ὅθεν, ἐξοδεύων καὶ αὐτὸς εἰς τοὺς ἰατροὺς πολλὰ χρήματα, καμμίαν ὠφέλειαν δὲν ἐλάμβανε· διότι ἕως ὅτου ἔδιδε χρήματα εἰς τοὺς ἰατρούς, τοῦ ἔλεγαν, ὅτι ἔχει νὰ θεραπευθῇ καὶ ἐὰν τοὺς ἔδιδε καὶ ἄλλα, ἤκουεν ἀπὸ αὐτούς, ὅτι ὀλίγον ἀκόμη καὶ θὰ ἀφανισθῇ ἡ ἀσθένεια ἀπολαμβάνων τὴν ὑγείαν του μὲ τελειότητα. Ἀφ’ οὗ δὲ τοῦ κατέφαγαν σχεδὸν ὅλα τὰ χρήματά του καὶ ἔπαυσε πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξοδεύῃ ματαίως, τότε καὶ οἰ ἰατροὶ εἶπον τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πρωτύτερα εἶχον τὸ ψεῦδος κέρδους ὑπόθεσιν, τότε, χωρὶς νὰ ἐλέγχωνται ἀπὸ κανένα, ἔλεγαν εἰς αὐτόν, ὅτι ἡ ἀσθένειά του εἶναι ἀθεράπευτος καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην τέχνην καὶ ὅτι μόνον τὸν Θεὸν ἐχρειάζετο, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι δυνατὰ τὰ παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατα.
Ἀκούων ταῦτα ἐκεῖνος ὁ δυστυχής, κατηγόρησε τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄφρονα καὶ ἐλυπεῖτο πολύ, διότι μαζὶ μὲ τὰ χρήματα ἔχασε καὶ τὰς καλὰς ἐλπίδας τῆς ὑγείας του. Ἐνῷ λοιπὸν εὑρίσκετο εἰς τοιαύτην λύπην καὶ ἀπορίαν, συνήντησε γνώριμόν τινα καὶ φίλον του, ὁ ὁποῖος εἶχε φέρει τότε κοντὰ ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ καὶ γνωρίζων τὴν θείαν δύναμιν, ἥτις ἦτο εἰς αὐτό, διηγήθη εἰς αὐτὸν τὰ πάθη καὶ τὰς ἀσθενείας, τὰς ὁποίας ἐθεράπευσε, καὶ δραμὼν ἔφερε τοῦτο ἀπὸ τὸν οἶκον του καὶ ἤλειψε τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσθενοῦς μὲ πίστιν πολλὴν ἀμφοτέρων, καὶ τοῦ ἀλείφοντος καὶ τοῦ πάσχοντος, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀλείψεως ἐπεκαλοῦντο εἰς βοήθειαν τὸ ὄνομα τοῦ θείου Λουκᾶ· τί δὲ ἠκολούθησεν ἀπὸ τοῦτο;