δὲν ἐψύχρανε τὴν θερμότητα τῆς ψυχῆς του οὔτε ἀπέβαλε τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα του, οὔτε ἐνεθυμεῖτο νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ οἶκον του. Ἀλλ’ ἡ ἀργοπορία τῆς θεραπείας τοῦ Κωνσταντίνου διήρκεσεν ἓξ ὁλοκλήρους μῆνας, κατὰ τὸ πλάτος ὅπου εἶχεν ἡ καρδία του εἰς τὸ νὰ ὑπομείνῃ· καὶ τοῦτο ἔγινεν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ μὴ ἐλευθερωθῇ μόνον ἀπὸ τὸ δαιμόνιον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἀξιωθῇ καὶ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του, τὸ ὁποῖον ἔγινε καὶ μὲ τὸ ἔργον· διότι τότε μὲν ἠλευθερώθη ἀπὸ τὴν τυραννίαν τοῦ πονηροῦ, τοὺς δὲ μισθοὺς τῆς ὑπομονῆς του καὶ πίστεως θέλει λάβει εἰς αἰῶνα τὸν μέλλοντα.
Καὶ ἄλλος τις, καταγόμενος ἀπὸ τὸν Εὔριπον, εἰς ὅμοιον κακὸν περιέπεσε καὶ ἠνωχλεῖτο ἀπὸ πικρότατον δαίμονα· ὅθεν κατέφυγε παρομοίως καὶ αὐτὸς εἰς τὸν θαυματουργὸν τάφον τοῦ Ὁσίου. Εἷς δὲ ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ κοινοῦ, τὸν ὁποῖον συνήθως ἀποκαλοῦν Κομερκιάριον, Χριστοφόρος ὀνόματι, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Ὁσίου χάριν εὐλαβείας καὶ προσκυνήσας τὸν τίμιον τάφον του, παρεκάλεσε τοὺς Πατέρας νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ κοιμηθῇ πλησίον τοῦ τάφου. Οἱ Πατέρες τοῦ ἔδωσαν τὴν ἄδειαν νὰ κοιμηθῇ λέγοντες, ὅτι τώρα ἄλλος δὲν εἶναι νὰ κοιμηθῇ ἐκεῖ παρὰ μόνον ὁ δαιμονιζόμενος· ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· «Αὐτὴν τὴν νύκτα ἄς κοιμηθῇ εἰς ἄλλο μέρος ὁ πάσχων, διότι ἐγὼ θέλω μόνος νὰ κοιμηθῶ πλησίον εἰς τὸν τάφον». Ἐσυγχωρήθη λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Πατέρας καὶ τοῦτο καὶ ὁ μὲν Χριστοφόρος ἔμεινε μόνος εἰς τὸν ἱερὸν τάφον, ὁ δὲ πάσχων διορισθεὶς νὰ κοιμηθῇ εἰς ἄλλο μέρος ἐλυπήθη πολύ, νομίζων τὸ πρᾶγμα ἀτιμίαν του καὶ παράβλεψιν καὶ ὅτι αὐτὸς διὰ νὰ μὴ ἀπολαύσῃ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου, ἐδιώχθη ἀπὸ τὸν τάφον του.
Ἀλλ’ ὁ Κύριος, ὅστις παρηγορεῖ τὰς λυπημένας ψυχάς, ὄχι μόνον παρηγόρησεν αὐτόν, ὅστις ἐλυπεῖτο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ πονηρὸν δαιμόνιον τὸν ἠλευθέρωσε παραδόξως· διότι ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Ὅσιος λαμπρὸς καὶ χαριέστατος καὶ τὸν ἐκύτταξε μὲ πολὺ ἱλαρὸν καὶ γλυκύτατον ὄμμα, καλέσας δὲ αὐτὸν ἐξ ὀνόματος, τοῦ εἶπε νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα του, βάλων δὲ εἰς αὐτὸ τὰ δάκτυλά του, ἐφάνη εἰς τὸν ἀσθενῆ ὅτι ἐξέβαλε τρίχα μαύρην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἦτο κρεμασμένος εἷς κάνθαρος, τὸν ὁποῖον δεικνύων εἰς αὐτὸν ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε μὲ ἱλαρότητα· «Βλέπεις τὸν ἐχθρόν σου; Λοιπόν, ἰδοὺ ὅτι ἠλευθερώθης ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σὲ ἐτυραννοῦσε». Μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ὁ Ἅγιος καὶ τὴν φιλανθρωπίαν ἔδειξεν εἰς αὐτὸν φιλανθρώπως καὶ τὸν δαίμονα παρέστησεν ἁρμοδίως διὰ τῆς εἰκόνος· διότι μὲ τὸν κάνθαρον ἐφανέρωνε τὸ σιχαμερὸν τοῦ δαίμονος καὶ μὲ τὴν τρίχα τὴν ἀδυναμίαν του. Ἀπολαύσας λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος τελείαν τὴν ὑγείαν του, ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον του χαίρων καὶ ἐκήρυττεν εἰς ὅλους τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου.